헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκατορθόω

ο 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκατορθόω συγκατορθώσω

형태분석: συγ (접두사) + κατορθό (어간) + ω (인칭어미)

  1. to help in righting

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκατόρθω

συγκατόρθοις

συγκατόρθοι

쌍수 συγκατόρθουτον

συγκατόρθουτον

복수 συγκατόρθουμεν

συγκατόρθουτε

συγκατόρθουσιν*

접속법단수 συγκατόρθω

συγκατόρθοις

συγκατόρθοι

쌍수 συγκατόρθωτον

συγκατόρθωτον

복수 συγκατόρθωμεν

συγκατόρθωτε

συγκατόρθωσιν*

기원법단수 συγκατόρθοιμι

συγκατόρθοις

συγκατόρθοι

쌍수 συγκατόρθοιτον

συγκατορθοίτην

복수 συγκατόρθοιμεν

συγκατόρθοιτε

συγκατόρθοιεν

명령법단수 συγκατο͂ρθου

συγκατορθοῦτω

쌍수 συγκατόρθουτον

συγκατορθοῦτων

복수 συγκατόρθουτε

συγκατορθοῦντων, συγκατορθοῦτωσαν

부정사 συγκατόρθουν

분사 남성여성중성
συγκατορθων

συγκατορθουντος

συγκατορθουσα

συγκατορθουσης

συγκατορθουν

συγκατορθουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκατόρθουμαι

συγκατόρθοι

συγκατόρθουται

쌍수 συγκατόρθουσθον

συγκατόρθουσθον

복수 συγκατορθοῦμεθα

συγκατόρθουσθε

συγκατόρθουνται

접속법단수 συγκατόρθωμαι

συγκατόρθοι

συγκατόρθωται

쌍수 συγκατόρθωσθον

συγκατόρθωσθον

복수 συγκατορθώμεθα

συγκατόρθωσθε

συγκατόρθωνται

기원법단수 συγκατορθοίμην

συγκατόρθοιο

συγκατόρθοιτο

쌍수 συγκατόρθοισθον

συγκατορθοίσθην

복수 συγκατορθοίμεθα

συγκατόρθοισθε

συγκατόρθοιντο

명령법단수 συγκατόρθου

συγκατορθοῦσθω

쌍수 συγκατόρθουσθον

συγκατορθοῦσθων

복수 συγκατόρθουσθε

συγκατορθοῦσθων, συγκατορθοῦσθωσαν

부정사 συγκατόρθουσθαι

분사 남성여성중성
συγκατορθουμενος

συγκατορθουμενου

συγκατορθουμενη

συγκατορθουμενης

συγκατορθουμενον

συγκατορθουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ἐπεὶ δὲ τοῦ βίου τὸ μὲν σπουδῇ τὸ δὲ παιδιᾷ μέροσ ἐστί, καὶ δεῖται τοῦ μουσικῶσ καὶ μετρίωσ, τὸ μὲν σπουδάζον ἡμῶν ἥ τε Καλλιόπη καὶ ἡ Κλειὼ καὶ ἡ Θάλεια, τῆσ περὶ θεοὺσ ἐπιστήμησ καὶ θέασ ἡγεμὼν οὖσα, δόξουσιν ἐπιστρέφειν καὶ συγκατορθοῦν· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 1, 18:6)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 1, 18:6)

  • νῦν δὲ κοινὴ καὶ σαφὴσ πᾶσι πάντων ἄδεια δέδοται αὐτῇ τε τῇ γῇ καὶ τοῖσ ἐν αὐτῇ κατοικοῦσι, καὶ τοῦ μὲν κακῶσ πάσχειν ἅπαντα ἀφεῖσθαι, τοῦ δὲ καλῶσ ἄγεσθαι πολλὰσ τὰσ ἀφορμὰσ εἰληφέναι μοι δοκοῦσι, καὶ οἱ θεοὶ καθορῶντεσ συγκατορθοῦν ὑμῖν εὐμενῶσ τὴν ἀρχὴν καὶ διδόναι βέβαιον τὴν κτῆσιν αὐτῆσ, Ζεὺσ μὲν, ὅτι αὐτῷ τῆσ οἰκουμένησ καλοῦ, φασὶν, ἔργου καλῶσ ἐπιμέλεσθε, Ἥρα δὲ γάμων νόμῳ γιγνομένων τιμωμένη, Ἀθηνᾶ δὲ καὶ Ἥφαιστοσ τεχνῶν τιμωμένων, Διόνυσοσ δὲ καὶ Δημήτηρ, ὅτι αὐτοῖσ οἱ καρποὶ οὐχ ὑβρίζονται, Ποσειδῶν δὲ ναυμαχιῶν μὲν καθαρευούσησ τῆσ θαλάττησ αὐτῷ, τὰσ δ’ ὁλκάδασ ἀντὶ τῶν τριήρων μετειληφυίασ· (Aristides, Aelius, Orationes, 30:4)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 30:4)

유의어

  1. to help in righting

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION