헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκαταδουλόω

ο 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκαταδουλόω συγκαταδουλώσω

형태분석: συγ (접두사) + κατα (접두사) + δουλό (어간) + ω (인칭어미)

  1. to join in enslaving

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκαταδουλῶ

συγκαταδουλοῖς

συγκαταδουλοῖ

쌍수 συγκαταδουλοῦτον

συγκαταδουλοῦτον

복수 συγκαταδουλοῦμεν

συγκαταδουλοῦτε

συγκαταδουλοῦσιν*

접속법단수 συγκαταδουλῶ

συγκαταδουλοῖς

συγκαταδουλοῖ

쌍수 συγκαταδουλῶτον

συγκαταδουλῶτον

복수 συγκαταδουλῶμεν

συγκαταδουλῶτε

συγκαταδουλῶσιν*

기원법단수 συγκαταδουλοῖμι

συγκαταδουλοῖς

συγκαταδουλοῖ

쌍수 συγκαταδουλοῖτον

συγκαταδουλοίτην

복수 συγκαταδουλοῖμεν

συγκαταδουλοῖτε

συγκαταδουλοῖεν

명령법단수 συγκαταδούλου

συγκαταδουλούτω

쌍수 συγκαταδουλοῦτον

συγκαταδουλούτων

복수 συγκαταδουλοῦτε

συγκαταδουλούντων, συγκαταδουλούτωσαν

부정사 συγκαταδουλοῦν

분사 남성여성중성
συγκαταδουλων

συγκαταδουλουντος

συγκαταδουλουσα

συγκαταδουλουσης

συγκαταδουλουν

συγκαταδουλουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκαταδουλοῦμαι

συγκαταδουλοῖ

συγκαταδουλοῦται

쌍수 συγκαταδουλοῦσθον

συγκαταδουλοῦσθον

복수 συγκαταδουλούμεθα

συγκαταδουλοῦσθε

συγκαταδουλοῦνται

접속법단수 συγκαταδουλῶμαι

συγκαταδουλοῖ

συγκαταδουλῶται

쌍수 συγκαταδουλῶσθον

συγκαταδουλῶσθον

복수 συγκαταδουλώμεθα

συγκαταδουλῶσθε

συγκαταδουλῶνται

기원법단수 συγκαταδουλοίμην

συγκαταδουλοῖο

συγκαταδουλοῖτο

쌍수 συγκαταδουλοῖσθον

συγκαταδουλοίσθην

복수 συγκαταδουλοίμεθα

συγκαταδουλοῖσθε

συγκαταδουλοῖντο

명령법단수 συγκαταδουλοῦ

συγκαταδουλούσθω

쌍수 συγκαταδουλοῦσθον

συγκαταδουλούσθων

복수 συγκαταδουλοῦσθε

συγκαταδουλούσθων, συγκαταδουλούσθωσαν

부정사 συγκαταδουλοῦσθαι

분사 남성여성중성
συγκαταδουλουμενος

συγκαταδουλουμενου

συγκαταδουλουμενη

συγκαταδουλουμενης

συγκαταδουλουμενον

συγκαταδουλουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔπειτα οὐδ’ εὔλογον φυγόντασ ἂν τότε τοὺσ Θηβαίουσ τοῖσ Λακεδαιμονίοισ συγκαταδουλοῦν, συνανελεῖν τοὺσ Λακεδαιμονίουσ τούτοισ νῦν ὑπομεῖναι. (Aristides, Aelius, Orationes, 4:14)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 4:14)

유의어

  1. to join in enslaving

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION