헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρακῑνέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρακῑνέω παρακῑνήσω

형태분석: παρα (접두사) + κῑνέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 혼란시키다, 어지럽히다, 방해하다, 동요시키다, 음모를 꾸미다
  2. (자동사로) 동요되다
  3. (자동사로) 매우 자극받다
  1. to move aside, disturb, to raise troubles, enter into plots, to be violently incited
  2. to be disturbed, to shift one's ground
  3. to be highly excited, out of his senses

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακῑνῶ

(나는) 혼란시킨다

παρακῑνεῖς

(너는) 혼란시킨다

παρακῑνεῖ

(그는) 혼란시킨다

쌍수 παρακῑνεῖτον

(너희 둘은) 혼란시킨다

παρακῑνεῖτον

(그 둘은) 혼란시킨다

복수 παρακῑνοῦμεν

(우리는) 혼란시킨다

παρακῑνεῖτε

(너희는) 혼란시킨다

παρακῑνοῦσιν*

(그들은) 혼란시킨다

접속법단수 παρακῑνῶ

(나는) 혼란시키자

παρακῑνῇς

(너는) 혼란시키자

παρακῑνῇ

(그는) 혼란시키자

쌍수 παρακῑνῆτον

(너희 둘은) 혼란시키자

παρακῑνῆτον

(그 둘은) 혼란시키자

복수 παρακῑνῶμεν

(우리는) 혼란시키자

παρακῑνῆτε

(너희는) 혼란시키자

παρακῑνῶσιν*

(그들은) 혼란시키자

기원법단수 παρακῑνοῖμι

(나는) 혼란시키기를 (바라다)

παρακῑνοῖς

(너는) 혼란시키기를 (바라다)

παρακῑνοῖ

(그는) 혼란시키기를 (바라다)

쌍수 παρακῑνοῖτον

(너희 둘은) 혼란시키기를 (바라다)

παρακῑνοίτην

(그 둘은) 혼란시키기를 (바라다)

복수 παρακῑνοῖμεν

(우리는) 혼란시키기를 (바라다)

παρακῑνοῖτε

(너희는) 혼란시키기를 (바라다)

παρακῑνοῖεν

(그들은) 혼란시키기를 (바라다)

명령법단수 παρακῑ́νει

(너는) 혼란시켜라

παρακῑνείτω

(그는) 혼란시켜라

쌍수 παρακῑνεῖτον

(너희 둘은) 혼란시켜라

παρακῑνείτων

(그 둘은) 혼란시켜라

복수 παρακῑνεῖτε

(너희는) 혼란시켜라

παρακῑνούντων, παρακῑνείτωσαν

(그들은) 혼란시켜라

부정사 παρακῑνεῖν

혼란시키는 것

분사 남성여성중성
παρακῑνων

παρακῑνουντος

παρακῑνουσα

παρακῑνουσης

παρακῑνουν

παρακῑνουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακῑνοῦμαι

(나는) 혼란한다

παρακῑνεῖ, παρακῑνῇ

(너는) 혼란한다

παρακῑνεῖται

(그는) 혼란한다

쌍수 παρακῑνεῖσθον

(너희 둘은) 혼란한다

παρακῑνεῖσθον

(그 둘은) 혼란한다

복수 παρακῑνούμεθα

(우리는) 혼란한다

παρακῑνεῖσθε

(너희는) 혼란한다

παρακῑνοῦνται

(그들은) 혼란한다

접속법단수 παρακῑνῶμαι

(나는) 혼란하자

παρακῑνῇ

(너는) 혼란하자

παρακῑνῆται

(그는) 혼란하자

쌍수 παρακῑνῆσθον

(너희 둘은) 혼란하자

παρακῑνῆσθον

(그 둘은) 혼란하자

복수 παρακῑνώμεθα

(우리는) 혼란하자

παρακῑνῆσθε

(너희는) 혼란하자

παρακῑνῶνται

(그들은) 혼란하자

기원법단수 παρακῑνοίμην

(나는) 혼란하기를 (바라다)

παρακῑνοῖο

(너는) 혼란하기를 (바라다)

παρακῑνοῖτο

(그는) 혼란하기를 (바라다)

쌍수 παρακῑνοῖσθον

(너희 둘은) 혼란하기를 (바라다)

παρακῑνοίσθην

(그 둘은) 혼란하기를 (바라다)

복수 παρακῑνοίμεθα

(우리는) 혼란하기를 (바라다)

παρακῑνοῖσθε

(너희는) 혼란하기를 (바라다)

παρακῑνοῖντο

(그들은) 혼란하기를 (바라다)

명령법단수 παρακῑνοῦ

(너는) 혼란해라

παρακῑνείσθω

(그는) 혼란해라

쌍수 παρακῑνεῖσθον

(너희 둘은) 혼란해라

παρακῑνείσθων

(그 둘은) 혼란해라

복수 παρακῑνεῖσθε

(너희는) 혼란해라

παρακῑνείσθων, παρακῑνείσθωσαν

(그들은) 혼란해라

부정사 παρακῑνεῖσθαι

혼란하는 것

분사 남성여성중성
παρακῑνουμενος

παρακῑνουμενου

παρακῑνουμενη

παρακῑνουμενης

παρακῑνουμενον

παρακῑνουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακῑνήσω

(나는) 혼란시키겠다

παρακῑνήσεις

(너는) 혼란시키겠다

παρακῑνήσει

(그는) 혼란시키겠다

쌍수 παρακῑνήσετον

(너희 둘은) 혼란시키겠다

παρακῑνήσετον

(그 둘은) 혼란시키겠다

복수 παρακῑνήσομεν

(우리는) 혼란시키겠다

παρακῑνήσετε

(너희는) 혼란시키겠다

παρακῑνήσουσιν*

(그들은) 혼란시키겠다

기원법단수 παρακῑνήσοιμι

(나는) 혼란시키겠기를 (바라다)

παρακῑνήσοις

(너는) 혼란시키겠기를 (바라다)

παρακῑνήσοι

(그는) 혼란시키겠기를 (바라다)

쌍수 παρακῑνήσοιτον

(너희 둘은) 혼란시키겠기를 (바라다)

παρακῑνησοίτην

(그 둘은) 혼란시키겠기를 (바라다)

복수 παρακῑνήσοιμεν

(우리는) 혼란시키겠기를 (바라다)

παρακῑνήσοιτε

(너희는) 혼란시키겠기를 (바라다)

παρακῑνήσοιεν

(그들은) 혼란시키겠기를 (바라다)

부정사 παρακῑνήσειν

혼란시킬 것

분사 남성여성중성
παρακῑνησων

παρακῑνησοντος

παρακῑνησουσα

παρακῑνησουσης

παρακῑνησον

παρακῑνησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακῑνήσομαι

(나는) 혼란하겠다

παρακῑνήσει, παρακῑνήσῃ

(너는) 혼란하겠다

παρακῑνήσεται

(그는) 혼란하겠다

쌍수 παρακῑνήσεσθον

(너희 둘은) 혼란하겠다

παρακῑνήσεσθον

(그 둘은) 혼란하겠다

복수 παρακῑνησόμεθα

(우리는) 혼란하겠다

παρακῑνήσεσθε

(너희는) 혼란하겠다

παρακῑνήσονται

(그들은) 혼란하겠다

기원법단수 παρακῑνησοίμην

(나는) 혼란하겠기를 (바라다)

παρακῑνήσοιο

(너는) 혼란하겠기를 (바라다)

παρακῑνήσοιτο

(그는) 혼란하겠기를 (바라다)

쌍수 παρακῑνήσοισθον

(너희 둘은) 혼란하겠기를 (바라다)

παρακῑνησοίσθην

(그 둘은) 혼란하겠기를 (바라다)

복수 παρακῑνησοίμεθα

(우리는) 혼란하겠기를 (바라다)

παρακῑνήσοισθε

(너희는) 혼란하겠기를 (바라다)

παρακῑνήσοιντο

(그들은) 혼란하겠기를 (바라다)

부정사 παρακῑνήσεσθαι

혼란할 것

분사 남성여성중성
παρακῑνησομενος

παρακῑνησομενου

παρακῑνησομενη

παρακῑνησομενης

παρακῑνησομενον

παρακῑνησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεκῑ́νουν

(나는) 혼란시키고 있었다

παρεκῑ́νεις

(너는) 혼란시키고 있었다

παρεκῑ́νειν*

(그는) 혼란시키고 있었다

쌍수 παρεκῑνεῖτον

(너희 둘은) 혼란시키고 있었다

παρεκῑνείτην

(그 둘은) 혼란시키고 있었다

복수 παρεκῑνοῦμεν

(우리는) 혼란시키고 있었다

παρεκῑνεῖτε

(너희는) 혼란시키고 있었다

παρεκῑ́νουν

(그들은) 혼란시키고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρεκῑνούμην

(나는) 혼란하고 있었다

παρεκῑνοῦ

(너는) 혼란하고 있었다

παρεκῑνεῖτο

(그는) 혼란하고 있었다

쌍수 παρεκῑνεῖσθον

(너희 둘은) 혼란하고 있었다

παρεκῑνείσθην

(그 둘은) 혼란하고 있었다

복수 παρεκῑνούμεθα

(우리는) 혼란하고 있었다

παρεκῑνεῖσθε

(너희는) 혼란하고 있었다

παρεκῑνοῦντο

(그들은) 혼란하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἤχθετο οὖν ὁ Ἀλέξανδροσ ἐπὶ τούτῳ, διότι Αἰγυπτίουσ τι παρακινεῖν ἀκούων οὐκ εἶχε διὰ ταχέων ἐκπέμπειν τοῖσ σατράπαισ τὰ δοκοῦντὰ οἱ περὶ αὐτῶν. (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 5:6)

    (루키아노스, Rhetorum praeceptor, (no name) 5:6)

  • ἐπεὶ δὲ ταῦτα λέγων οὐκ ἔπειθεν, ἀλλ’ ἄτοπον ἐδόκει καὶ ἀλλόκοτον ἡγεμόνα πρεσβύτην, ὥσπερ ἄρτι γευόμενον ἐξουσίασ μειράκιον, οἷσ χρήσεται φίλοισ ἢ μή, ῥυθμίζειν, ἑτέραν ὁδὸν τραπόμενοσ ἔγραφε τῷ Γάλβᾳ δεδιττόμενοσ, νῦν μὲν ὡσ ὕπουλα καὶ μετέωρα πολλὰ τῆσ πόλεωσ ἐχούσησ, νῦν δὲ Κλώδιον Μάκρον ἐν Λιβύῃ τὰ σιτηγὰ κατέχειν, αὖθισ δὲ παρακινεῖν τὰ Γερμανικὰ τάγματα, καὶ περὶ τῶν ἐν Συρίᾳ καὶ Ιοὐδαίᾳ δυνάμεων ὅμοια πυνθάνεσθαι. (Plutarch, Galba, chapter 13 3:1)

    (플루타르코스, Galba, chapter 13 3:1)

  • ταῦτα δὲ τοῖσι Σκύθῃσι πρόσεστι, καὶ εὐνουχοειδέστατοί εἰσιν ἀνθρώπων διὰ ταύτασ τε τὰσ προφάσιασ καὶ ὅτι ἀναξυρίδασ ἔχουσιν αἰεὶ καί εἰσιν ἐπὶ τῶν ἵππων τὸ πλεῖστον τοῦ χρόνου, ὥστε μήτε χειρὶ ἅπτεσθαι τοῦ αἰδοίου, ὑπό τε τοῦ ψύχεοσ καὶ τοῦ κόπου ἐπιλήθεσθαι τοῦ ἱμέρου καὶ τῆσ μείξιοσ, καὶ μηδὲν παρακινεῖν πρότερον ἢ ἀνανδρωθῆναι. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , xxii.23)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, , xxii.23)

  • ὥσπερ οὖν τῶν σιτίων ἔστιν ἃ μήθ’ αἵματι προσφύεται μήτε πνεύματι, μηδὲ νεύροισ τινὰ τόνον ἢ μυελοῖσ προστίθησιν, ἀλλ’ αἰδοῖα παρακινεῖ καὶ κοιλίαν ἐγείρει καὶ σάρκα ποιεῖ σαθρὰν καὶ ὕπουλον, οὕτωσ ὁ τοῦ· (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 20 3:1)

    (플루타르코스, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 20 3:1)

  • τούτοισ καταπληξάμενοσ αὐτοὺσ τοῖσ λόγοισ ἐπειδὴ κοσμιωτέρουσ εἶδε γεγονότασ καὶ δεομένουσ ἀφεθῆναι τῆσ στρατείασ, ἐπὶ τούτοισ ἔφη χαριεῖσθαι τὰσ ἀναπαύλασ τῶν πολέμων, ἐφ’ ᾧ τε μηθὲν ἔτι παρακινεῖν αὐτούσ, ἀλλ’ ἐᾶν αὐτὸν ὡσ βούλεται τὴν ἀρχὴν τελεῖσθαι, καὶ ἐπὶ τῷ τὰ δίκαια διδόναι τε καὶ λαμβάνειν παρ’ ἀλλήλων. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 10, chapter 18 5:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 10, chapter 18 5:1)

유의어

  1. 동요되다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION