헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καρανιστής

3군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καρανιστής καρανιστές

형태분석: καρανιστη (어간) + ς (어미)

어원: = ka/ra_non, Eur.

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 καρανιστής

(이)가

καράνιστες

(것)가

속격 καρανιστούς

(이)의

καρανίστους

(것)의

여격 καρανιστεί

(이)에게

καρανίστει

(것)에게

대격 καρανιστή

(이)를

καράνιστες

(것)를

호격 καρανιστές

(이)야

καράνιστες

(것)야

쌍수주/대/호 καρανιστεί

(이)들이

καρανίστει

(것)들이

속/여 καρανιστοίν

(이)들의

καρανίστοιν

(것)들의

복수주격 καρανιστείς

(이)들이

καρανίστη

(것)들이

속격 καρανιστών

(이)들의

καρανίστων

(것)들의

여격 καρανιστέσιν*

(이)들에게

καρανίστεσιν*

(것)들에게

대격 καρανιστείς

(이)들을

καρανίστη

(것)들을

호격 καρανιστείς

(이)들아

καρανίστη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εὖ νυν τόδ’ ἴστε ‐ Ζεὺσ ὀμώμοται πατήρ ‐ ἤτοι μάραγνά γ’ ἢ καρανιστὴσ μόροσ μένει σε δρῶντα τοιάδ’, ἢ τὸν Ἕκτορα τὸ μηδὲν εἶναι καὶ κακὸν νομίζετε. (Euripides, Rhesus, episode, iambic 2:25)

    (에우리피데스, Rhesus, episode, iambic 2:25)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION