헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γραμματική

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γραμματική

형태분석: γραμματικ (어간) + η (어미)

  1. animate senses:, a female teacher of the rudiments
  2. a woman who occupies herself with literary texts, a female grammarian or critic

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τὰ παιδάρια ταῦτα, οἱ τέσσαρεσ αὐτοί, ἔδωκεν αὐτοῖσ ὁ Θεὸσ σύνεσιν καὶ φρόνησιν ἐν πάσῃ γραμματικῇ καὶ σοφίᾳ. καὶ Δανιὴλ συνῆκεν ἐν πάσῃ ὁράσει καὶ ἐνυπνίοισ. (Septuagint, Prophetia Danielis 1:17)

    (70인역 성경, 다니엘서 1:17)

  • εἰ καὶ ταύτην ταῖσ ἄλλαισ τέχναισ ἐγκαταλέξομεν, ὥστε ἐπειδὰν πυνθάνηταί τισ, ὁποία τισ αὕτη τέχνη ἐστί, λέγειν, οἱο͂ν γραμματικὴ ἢ ^ ἰατρική, παρασιτική. (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 3:4)

    (루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 3:4)

  • ἧσ τὴν εὑρ́εσιν Ἀγαλλὶσ ἡ Κερκυραία γραμματικὴ Ναυσικάᾳ ἀνατίθησιν ὡσ πολίτιδι χαριζομένη · (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 252)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 252)

  • ἡ δὲ περὶ τὴν ὀνομασίαν τοῦ σαββάτου γραμματικὴ μετάθεσισ ἀναίδειαν ἔχει πολλὴν ἢ δεινὴν ἀμαθίαν· (Flavius Josephus, Contra Apionem, 28:1)

    (플라비우스 요세푸스, Contra Apionem, 28:1)

  • ἀλλ’ ὥσπερ ἐν μουσικῇ βαρεῖσ φθόγγοι καὶ ὀξεῖσ ἐν δὲ γραμματικῇ φωνήεντα καὶ ἄφωνα γράμματα, μουσικὸσ δὲ καὶ γραμματικὸσ οὐχ ὁ θάτερα δυσχεραίνων καὶ ὑποφεύγων ἀλλ’ ὁ πᾶσι χρῆσθαι καὶ μιγνύναι πρὸσ τὸ οἰκεῖον ἐπιστάμενοσ, οὕτω καὶ τῶν πραγμάτων ἀντιστοιχίασ ἐχόντων ἐπεὶ κατὰ τὸν Εὐριπίδην οὐκ ἂν γένοιτο χωρὶσ ἐσθλὰ καὶ κακά, ἀλλ’ ἔστι τισ σύγκρασισ, ὥστ’ ἔχειν καλῶσ, οὐ δεῖ τοῖσ ἑτέροισ ἐξαθυμεῖν οὐδ’ ἀπαγορεύειν Β ἀλλ’ ὥσπερ ἁρμονικοὺσ ἀμβλύνοντασ ἀεὶ τοῖσ κρείττοσι τὰ φαῦλα καὶ τὰ χείρονα τοῖσ χρηστοῖσ ἐμπεριλαμβάνοντασ, ἐμμελὲσ τὸ τοῦ βίου μῖγμα ποιεῖν καὶ οἰκεῖον αὑτοῖσ. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 15 1:3)

    (플루타르코스, De tranquilitate animi, section 15 1:3)

유의어

  1. animate senses

  2. a woman who occupies herself with literary texts

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION