헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φύσκη

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: φύσκη

형태분석: φυσκ (어간) + η (어미)

어원: fusa/w

  1. a sausage or black-pudding

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐγὼ δὲ κινήσω γέ σου τὸν πρωκτὸν ἀντὶ φύσκησ. (Aristotle, Agon, epirrheme31)

    (아리스토텔레스, Agon, epirrheme31)

  • ὅτι δ’ οὕτω τὰσ ῥαφανῖδασ εἴρηκε δῆλον Ἀριστοφάνησ ποιεῖ περὶ τῆσ τοιαύτησ ἀρχαιότητοσ ἐν Δαναίσι γράφων καὶ αὐτὸσ καὶ λέγων ὁ χορὸσ δ’ ὠρχεῖτ’ ἂν ἐναψάμενοσ δάπιδασ καὶ στρωματόδεσμα, διαμασχαλίσασ αὑτὸν σχελίσιν καὶ φύσκαισ καὶ ῥαφανῖσιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 48 3:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 48 3:3)

  • τοὺσ ἐν τῇ πόλει μάρτυρασ ἔχω γὰρ ὅτι μόνοσ φύσκην ποιῶ, κάνδαυλον, ᾠόθριον ἐν στενῷ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 12 3:6)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 12 3:6)

  • σπλάγχν’ ὀπτᾶται, χναῦμ’ ἡρ́πασται, κρέασ ἐξ ἅλμησ ἐξῄρηται, τόμοσ ἀλλᾶντοσ, τόμοσ ἠνύστρου, χορδῆσ ἕτεροσ, φύσκησ ἕτεροσ διαλαιμοτομεῖθ’ ὑπὸ τῶν ἔνδον κρατὴρ ἐξερροίβδητ’ οἴνου· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 67 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 67 2:1)

  • οὐ σμύρνησ ἐκ Συρίασ ὀδμαὶ λιβάνου τε πνοαί,2 τερενοχρῶτεσ μαζῶν ὄψεισ, ἄρτων, ἀμύλων, πουλυποδείων, χολίκων, δημοῦ, φυσκῶν, ζωμοῦ, τεύτλων, θρίων, λεκίθου, σκορόδων, ἀφύησ, σκόμβρων, ἐνθρυμματίδων, πτισάνησ, ἀθάρησ, κυάμων, λαθύρων, ὤχρων, δολίχων, μέλιτοσ, τυροῦ, χορίων, πυῶν,3 καρύων, χόνδρου, κάραβοι ὀπτοί, τευθίδεσ ὀπταί, κεστρεὺσ ἑφθόσ, σηπίαι ἑφθαί, μύραιν’ ἑφθή, κωβιοὶ ἑφθοί, θυννίδεσ ὀπταί, φυκίδεσ ἑφθαί, βάτραχοι, πέρκαι, συνόδοντεσ, ὄνοι, βατίδεσ, ψῆτται, γαλεόσ, κόκκυξ, θρίσσαι, νάρκαι, ῥίνησ τεμάχη, σχαδόνεσ, βότρυεσ, σῦκα, πλακοῦντεσ, μῆλα, κράνειαι, ῥόαι, ἑρ́πυλλοσ, μήκων, ἀχράδεσ, κνῆκοσ, ἐλᾶαι, στέμφυλ’, ἄμητεσ, πράσα, γήτειον, κρόμμυα, φυστή, βολβοί, καυλοί, σίλφιον, ὄξοσ, μάραθ’, ᾠά, φακῆ, τέττιγεσ, ὀποί· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 7 3:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 7 3:2)

  • πρὸσ τούτοισιν δὲ παρέσται σοι θύννου τέμαχοσ, κρέα δελφακίων χορδαὶ τ’ ἐρίφων ἧπάρ τε κάπρου κριοῦ τ’ ὄρχεισ χόλικέσ τε βοὸσ κρανία τ’ ἀρνῶν νῆστισ τ’ ἐρίφου γαστήρ τε λαγώ, φύσκη, χορδή, πνεύμων ἀλλᾶσ τε. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 140 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 140 1:1)

유의어

  1. a sausage or black-pudding

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION