헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκθειάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐκθειάζω ἐκθειάσω

형태분석: ἐκ (접두사) + θειάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 신격화하다, 봉헌하다, 신으로 모시다
  1. to make a god of, deify, to worship as a god
  2. to make matter of religion

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκθειάζω

(나는) 신격화한다

ἐκθειάζεις

(너는) 신격화한다

ἐκθειάζει

(그는) 신격화한다

쌍수 ἐκθειάζετον

(너희 둘은) 신격화한다

ἐκθειάζετον

(그 둘은) 신격화한다

복수 ἐκθειάζομεν

(우리는) 신격화한다

ἐκθειάζετε

(너희는) 신격화한다

ἐκθειάζουσιν*

(그들은) 신격화한다

접속법단수 ἐκθειάζω

(나는) 신격화하자

ἐκθειάζῃς

(너는) 신격화하자

ἐκθειάζῃ

(그는) 신격화하자

쌍수 ἐκθειάζητον

(너희 둘은) 신격화하자

ἐκθειάζητον

(그 둘은) 신격화하자

복수 ἐκθειάζωμεν

(우리는) 신격화하자

ἐκθειάζητε

(너희는) 신격화하자

ἐκθειάζωσιν*

(그들은) 신격화하자

기원법단수 ἐκθειάζοιμι

(나는) 신격화하기를 (바라다)

ἐκθειάζοις

(너는) 신격화하기를 (바라다)

ἐκθειάζοι

(그는) 신격화하기를 (바라다)

쌍수 ἐκθειάζοιτον

(너희 둘은) 신격화하기를 (바라다)

ἐκθειαζοίτην

(그 둘은) 신격화하기를 (바라다)

복수 ἐκθειάζοιμεν

(우리는) 신격화하기를 (바라다)

ἐκθειάζοιτε

(너희는) 신격화하기를 (바라다)

ἐκθειάζοιεν

(그들은) 신격화하기를 (바라다)

명령법단수 ἐκθείαζε

(너는) 신격화해라

ἐκθειαζέτω

(그는) 신격화해라

쌍수 ἐκθειάζετον

(너희 둘은) 신격화해라

ἐκθειαζέτων

(그 둘은) 신격화해라

복수 ἐκθειάζετε

(너희는) 신격화해라

ἐκθειαζόντων, ἐκθειαζέτωσαν

(그들은) 신격화해라

부정사 ἐκθειάζειν

신격화하는 것

분사 남성여성중성
ἐκθειαζων

ἐκθειαζοντος

ἐκθειαζουσα

ἐκθειαζουσης

ἐκθειαζον

ἐκθειαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκθειάζομαι

(나는) 신격화된다

ἐκθειάζει, ἐκθειάζῃ

(너는) 신격화된다

ἐκθειάζεται

(그는) 신격화된다

쌍수 ἐκθειάζεσθον

(너희 둘은) 신격화된다

ἐκθειάζεσθον

(그 둘은) 신격화된다

복수 ἐκθειαζόμεθα

(우리는) 신격화된다

ἐκθειάζεσθε

(너희는) 신격화된다

ἐκθειάζονται

(그들은) 신격화된다

접속법단수 ἐκθειάζωμαι

(나는) 신격화되자

ἐκθειάζῃ

(너는) 신격화되자

ἐκθειάζηται

(그는) 신격화되자

쌍수 ἐκθειάζησθον

(너희 둘은) 신격화되자

ἐκθειάζησθον

(그 둘은) 신격화되자

복수 ἐκθειαζώμεθα

(우리는) 신격화되자

ἐκθειάζησθε

(너희는) 신격화되자

ἐκθειάζωνται

(그들은) 신격화되자

기원법단수 ἐκθειαζοίμην

(나는) 신격화되기를 (바라다)

ἐκθειάζοιο

(너는) 신격화되기를 (바라다)

ἐκθειάζοιτο

(그는) 신격화되기를 (바라다)

쌍수 ἐκθειάζοισθον

(너희 둘은) 신격화되기를 (바라다)

ἐκθειαζοίσθην

(그 둘은) 신격화되기를 (바라다)

복수 ἐκθειαζοίμεθα

(우리는) 신격화되기를 (바라다)

ἐκθειάζοισθε

(너희는) 신격화되기를 (바라다)

ἐκθειάζοιντο

(그들은) 신격화되기를 (바라다)

명령법단수 ἐκθειάζου

(너는) 신격화되어라

ἐκθειαζέσθω

(그는) 신격화되어라

쌍수 ἐκθειάζεσθον

(너희 둘은) 신격화되어라

ἐκθειαζέσθων

(그 둘은) 신격화되어라

복수 ἐκθειάζεσθε

(너희는) 신격화되어라

ἐκθειαζέσθων, ἐκθειαζέσθωσαν

(그들은) 신격화되어라

부정사 ἐκθειάζεσθαι

신격화되는 것

분사 남성여성중성
ἐκθειαζομενος

ἐκθειαζομενου

ἐκθειαζομενη

ἐκθειαζομενης

ἐκθειαζομενον

ἐκθειαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκθειάσω

(나는) 신격화하겠다

ἐκθειάσεις

(너는) 신격화하겠다

ἐκθειάσει

(그는) 신격화하겠다

쌍수 ἐκθειάσετον

(너희 둘은) 신격화하겠다

ἐκθειάσετον

(그 둘은) 신격화하겠다

복수 ἐκθειάσομεν

(우리는) 신격화하겠다

ἐκθειάσετε

(너희는) 신격화하겠다

ἐκθειάσουσιν*

(그들은) 신격화하겠다

기원법단수 ἐκθειάσοιμι

(나는) 신격화하겠기를 (바라다)

ἐκθειάσοις

(너는) 신격화하겠기를 (바라다)

ἐκθειάσοι

(그는) 신격화하겠기를 (바라다)

쌍수 ἐκθειάσοιτον

(너희 둘은) 신격화하겠기를 (바라다)

ἐκθειασοίτην

(그 둘은) 신격화하겠기를 (바라다)

복수 ἐκθειάσοιμεν

(우리는) 신격화하겠기를 (바라다)

ἐκθειάσοιτε

(너희는) 신격화하겠기를 (바라다)

ἐκθειάσοιεν

(그들은) 신격화하겠기를 (바라다)

부정사 ἐκθειάσειν

신격화할 것

분사 남성여성중성
ἐκθειασων

ἐκθειασοντος

ἐκθειασουσα

ἐκθειασουσης

ἐκθειασον

ἐκθειασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκθειάσομαι

(나는) 신격화되겠다

ἐκθειάσει, ἐκθειάσῃ

(너는) 신격화되겠다

ἐκθειάσεται

(그는) 신격화되겠다

쌍수 ἐκθειάσεσθον

(너희 둘은) 신격화되겠다

ἐκθειάσεσθον

(그 둘은) 신격화되겠다

복수 ἐκθειασόμεθα

(우리는) 신격화되겠다

ἐκθειάσεσθε

(너희는) 신격화되겠다

ἐκθειάσονται

(그들은) 신격화되겠다

기원법단수 ἐκθειασοίμην

(나는) 신격화되겠기를 (바라다)

ἐκθειάσοιο

(너는) 신격화되겠기를 (바라다)

ἐκθειάσοιτο

(그는) 신격화되겠기를 (바라다)

쌍수 ἐκθειάσοισθον

(너희 둘은) 신격화되겠기를 (바라다)

ἐκθειασοίσθην

(그 둘은) 신격화되겠기를 (바라다)

복수 ἐκθειασοίμεθα

(우리는) 신격화되겠기를 (바라다)

ἐκθειάσοισθε

(너희는) 신격화되겠기를 (바라다)

ἐκθειάσοιντο

(그들은) 신격화되겠기를 (바라다)

부정사 ἐκθειάσεσθαι

신격화될 것

분사 남성여성중성
ἐκθειασομενος

ἐκθειασομενου

ἐκθειασομενη

ἐκθειασομενης

ἐκθειασομενον

ἐκθειασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξεθείαζον

(나는) 신격화하고 있었다

ἐξεθείαζες

(너는) 신격화하고 있었다

ἐξεθείαζεν*

(그는) 신격화하고 있었다

쌍수 ἐξεθειάζετον

(너희 둘은) 신격화하고 있었다

ἐξεθειαζέτην

(그 둘은) 신격화하고 있었다

복수 ἐξεθειάζομεν

(우리는) 신격화하고 있었다

ἐξεθειάζετε

(너희는) 신격화하고 있었다

ἐξεθείαζον

(그들은) 신격화하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξεθειαζόμην

(나는) 신격화되고 있었다

ἐξεθειάζου

(너는) 신격화되고 있었다

ἐξεθειάζετο

(그는) 신격화되고 있었다

쌍수 ἐξεθειάζεσθον

(너희 둘은) 신격화되고 있었다

ἐξεθειαζέσθην

(그 둘은) 신격화되고 있었다

복수 ἐξεθειαζόμεθα

(우리는) 신격화되고 있었다

ἐξεθειάζεσθε

(너희는) 신격화되고 있었다

ἐξεθειάζοντο

(그들은) 신격화되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • χρόνῳ δὲ ποιησάμενοσ τιθασὸν οὕτω καὶ φιλάνθρωπον ὥστε καὶ καλοῦντοσ ἀκούειν, καὶ βαδίζοντί ποι παρακολουθεῖν, ὄχλου τε καὶ θορύβου παντὸσ ἀνέχεσθαι στρατιωτικοῦ, κατὰ μικρὸν ἐξεθείαζε φάσκων Ἀρτέμιδοσ δῶρον τὴν ἔλαφον εἶναι, καὶ πολλὰ τῶν ἀδήλων ἐπεφήμιζεν αὐτῷ δηλοῦν, γινώσκων εὐάλωτον εἰσ δεισιδαιμονίαν εἶναι φύσει τὸ βαρβαρικόν. (Plutarch, Sertorius, chapter 11 3:2)

    (플루타르코스, Sertorius, chapter 11 3:2)

  • "οἱ γὰρ ἄνθρωποι τὰ κοινὰ καὶ διήκοντα ταῖσ χρείαισ ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐκθειάζουσιν, ὡσ τὸ ὕδωρ, τὸ φῶσ, τὰσ ὡρ́ασ· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 5, 8:3)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 5, 8:3)

  • οἱ δέ, ὑπὲρ τὴν σφετέραν ἀξίωσιν ἀδοκήτου τῆσ χάριτοσ αὐτοῖσ γενομένησ, ἐξεθείαζον αὐτόν, καὶ στῖφοσ ἄλλο καρτερώτερον τοῦ δήμου τόδε τῷ Καίσαρι προσγεγένητο δι’ ἑνὸσ πολιτεύματοσ. (Appian, The Civil Wars, book 2, chapter 2 6:5)

    (아피아노스, The Civil Wars, book 2, chapter 2 6:5)

  • " καὶ ἀνεγίνωσκε τῷ μὲν προσώπῳ σοβαρῷ καὶ σκυθρωπῷ, τῇ φωνῇ δ’ ἐνσημαινόμενοσ ἕκαστα καὶ ἐφιστάμενοσ, οἷσ μάλιστα αὐτὸν ἐν τῷ ψηφίσματι ἐξεθείαζον, ἱερὸν καὶ ἄσυλον ἢ πατέρα πατρίδοσ ἢ εὐεργέτην ἢ προστάτην οἱο͂ν οὐχ ἕτερον ὀνομάζοντεσ. (Appian, The Civil Wars, book 2, chapter 20 2:3)

    (아피아노스, The Civil Wars, book 2, chapter 20 2:3)

유의어

  1. 신격화하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION