헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διατμήγω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διατμήγω διέτμηξα

형태분석: δια (접두사) + τμήγ (어간) + ω (인칭어미)

어원: epic for diate/mnw

  1. 자르다, 베다, 가르다, 썰다, 끊다, 깎다, 쪼개다
  1. to cut in twain, cut, in twain, I clove, they parted, they were scattered abroad

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διατμήγω

(나는) 자른다

διατμήγεις

(너는) 자른다

διατμήγει

(그는) 자른다

쌍수 διατμήγετον

(너희 둘은) 자른다

διατμήγετον

(그 둘은) 자른다

복수 διατμήγομεν

(우리는) 자른다

διατμήγετε

(너희는) 자른다

διατμήγουσιν*

(그들은) 자른다

접속법단수 διατμήγω

(나는) 자르자

διατμήγῃς

(너는) 자르자

διατμήγῃ

(그는) 자르자

쌍수 διατμήγητον

(너희 둘은) 자르자

διατμήγητον

(그 둘은) 자르자

복수 διατμήγωμεν

(우리는) 자르자

διατμήγητε

(너희는) 자르자

διατμήγωσιν*

(그들은) 자르자

기원법단수 διατμήγοιμι

(나는) 자르기를 (바라다)

διατμήγοις

(너는) 자르기를 (바라다)

διατμήγοι

(그는) 자르기를 (바라다)

쌍수 διατμήγοιτον

(너희 둘은) 자르기를 (바라다)

διατμηγοίτην

(그 둘은) 자르기를 (바라다)

복수 διατμήγοιμεν

(우리는) 자르기를 (바라다)

διατμήγοιτε

(너희는) 자르기를 (바라다)

διατμήγοιεν

(그들은) 자르기를 (바라다)

명령법단수 διατμήγε

(너는) 잘라라

διατμηγέτω

(그는) 잘라라

쌍수 διατμήγετον

(너희 둘은) 잘라라

διατμηγέτων

(그 둘은) 잘라라

복수 διατμήγετε

(너희는) 잘라라

διατμηγόντων, διατμηγέτωσαν

(그들은) 잘라라

부정사 διατμήγειν

자르는 것

분사 남성여성중성
διατμηγων

διατμηγοντος

διατμηγουσα

διατμηγουσης

διατμηγον

διατμηγοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διατμήγομαι

(나는) 잘린다

διατμήγει, διατμήγῃ

(너는) 잘린다

διατμήγεται

(그는) 잘린다

쌍수 διατμήγεσθον

(너희 둘은) 잘린다

διατμήγεσθον

(그 둘은) 잘린다

복수 διατμηγόμεθα

(우리는) 잘린다

διατμήγεσθε

(너희는) 잘린다

διατμήγονται

(그들은) 잘린다

접속법단수 διατμήγωμαι

(나는) 잘리자

διατμήγῃ

(너는) 잘리자

διατμήγηται

(그는) 잘리자

쌍수 διατμήγησθον

(너희 둘은) 잘리자

διατμήγησθον

(그 둘은) 잘리자

복수 διατμηγώμεθα

(우리는) 잘리자

διατμήγησθε

(너희는) 잘리자

διατμήγωνται

(그들은) 잘리자

기원법단수 διατμηγοίμην

(나는) 잘리기를 (바라다)

διατμήγοιο

(너는) 잘리기를 (바라다)

διατμήγοιτο

(그는) 잘리기를 (바라다)

쌍수 διατμήγοισθον

(너희 둘은) 잘리기를 (바라다)

διατμηγοίσθην

(그 둘은) 잘리기를 (바라다)

복수 διατμηγοίμεθα

(우리는) 잘리기를 (바라다)

διατμήγοισθε

(너희는) 잘리기를 (바라다)

διατμήγοιντο

(그들은) 잘리기를 (바라다)

명령법단수 διατμήγου

(너는) 잘려라

διατμηγέσθω

(그는) 잘려라

쌍수 διατμήγεσθον

(너희 둘은) 잘려라

διατμηγέσθων

(그 둘은) 잘려라

복수 διατμήγεσθε

(너희는) 잘려라

διατμηγέσθων, διατμηγέσθωσαν

(그들은) 잘려라

부정사 διατμήγεσθαι

잘리는 것

분사 남성여성중성
διατμηγομενος

διατμηγομενου

διατμηγομενη

διατμηγομενης

διατμηγομενον

διατμηγομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διέτμηγον

(나는) 자르고 있었다

διέτμηγες

(너는) 자르고 있었다

διέτμηγεν*

(그는) 자르고 있었다

쌍수 διετμήγετον

(너희 둘은) 자르고 있었다

διετμηγέτην

(그 둘은) 자르고 있었다

복수 διετμήγομεν

(우리는) 자르고 있었다

διετμήγετε

(너희는) 자르고 있었다

διέτμηγον

(그들은) 자르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διετμηγόμην

(나는) 잘리고 있었다

διετμήγου

(너는) 잘리고 있었다

διετμήγετο

(그는) 잘리고 있었다

쌍수 διετμήγεσθον

(너희 둘은) 잘리고 있었다

διετμηγέσθην

(그 둘은) 잘리고 있었다

복수 διετμηγόμεθα

(우리는) 잘리고 있었다

διετμήγεσθε

(너희는) 잘리고 있었다

διετμήγοντο

(그들은) 잘리고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διέτμηξα

(나는) 잘랐다

διέτμηξας

(너는) 잘랐다

διέτμηξεν*

(그는) 잘랐다

쌍수 διετμήξατον

(너희 둘은) 잘랐다

διετμηξάτην

(그 둘은) 잘랐다

복수 διετμήξαμεν

(우리는) 잘랐다

διετμήξατε

(너희는) 잘랐다

διέτμηξαν

(그들은) 잘랐다

접속법단수 διατμήξω

(나는) 잘랐자

διατμήξῃς

(너는) 잘랐자

διατμήξῃ

(그는) 잘랐자

쌍수 διατμήξητον

(너희 둘은) 잘랐자

διατμήξητον

(그 둘은) 잘랐자

복수 διατμήξωμεν

(우리는) 잘랐자

διατμήξητε

(너희는) 잘랐자

διατμήξωσιν*

(그들은) 잘랐자

기원법단수 διατμήξαιμι

(나는) 잘랐기를 (바라다)

διατμήξαις

(너는) 잘랐기를 (바라다)

διατμήξαι

(그는) 잘랐기를 (바라다)

쌍수 διατμήξαιτον

(너희 둘은) 잘랐기를 (바라다)

διατμηξαίτην

(그 둘은) 잘랐기를 (바라다)

복수 διατμήξαιμεν

(우리는) 잘랐기를 (바라다)

διατμήξαιτε

(너희는) 잘랐기를 (바라다)

διατμήξαιεν

(그들은) 잘랐기를 (바라다)

명령법단수 διατμήξον

(너는) 잘랐어라

διατμηξάτω

(그는) 잘랐어라

쌍수 διατμήξατον

(너희 둘은) 잘랐어라

διατμηξάτων

(그 둘은) 잘랐어라

복수 διατμήξατε

(너희는) 잘랐어라

διατμηξάντων

(그들은) 잘랐어라

부정사 διατμήξαι

잘랐는 것

분사 남성여성중성
διατμηξᾱς

διατμηξαντος

διατμηξᾱσα

διατμηξᾱσης

διατμηξαν

διατμηξαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διετμηξάμην

(나는) 잘렸다

διετμήξω

(너는) 잘렸다

διετμήξατο

(그는) 잘렸다

쌍수 διετμήξασθον

(너희 둘은) 잘렸다

διετμηξάσθην

(그 둘은) 잘렸다

복수 διετμηξάμεθα

(우리는) 잘렸다

διετμήξασθε

(너희는) 잘렸다

διετμήξαντο

(그들은) 잘렸다

접속법단수 διατμήξωμαι

(나는) 잘렸자

διατμήξῃ

(너는) 잘렸자

διατμήξηται

(그는) 잘렸자

쌍수 διατμήξησθον

(너희 둘은) 잘렸자

διατμήξησθον

(그 둘은) 잘렸자

복수 διατμηξώμεθα

(우리는) 잘렸자

διατμήξησθε

(너희는) 잘렸자

διατμήξωνται

(그들은) 잘렸자

기원법단수 διατμηξαίμην

(나는) 잘렸기를 (바라다)

διατμήξαιο

(너는) 잘렸기를 (바라다)

διατμήξαιτο

(그는) 잘렸기를 (바라다)

쌍수 διατμήξαισθον

(너희 둘은) 잘렸기를 (바라다)

διατμηξαίσθην

(그 둘은) 잘렸기를 (바라다)

복수 διατμηξαίμεθα

(우리는) 잘렸기를 (바라다)

διατμήξαισθε

(너희는) 잘렸기를 (바라다)

διατμήξαιντο

(그들은) 잘렸기를 (바라다)

명령법단수 διατμήξαι

(너는) 잘렸어라

διατμηξάσθω

(그는) 잘렸어라

쌍수 διατμήξασθον

(너희 둘은) 잘렸어라

διατμηξάσθων

(그 둘은) 잘렸어라

복수 διατμήξασθε

(너희는) 잘렸어라

διατμηξάσθων

(그들은) 잘렸어라

부정사 διατμήξεσθαι

잘렸는 것

분사 남성여성중성
διατμηξαμενος

διατμηξαμενου

διατμηξαμενη

διατμηξαμενης

διατμηξαμενον

διατμηξαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION