헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δειματόεις

1/3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δειματόεις

형태분석: δειματοεντ (어간) + ος (어미)

어원: dei=ma

  1. 두려운, 섬뜩하게 놀란, 겁이 난
  1. frightened, scared

곡용 정보

1/3군 변화
남성 여성 중성
단수주격 δειματόεις

두려운 (이)가

δειματόεσσα

두려운 (이)가

δειμάτοεν

두려운 (것)가

속격 δειματόεντος

두려운 (이)의

δειματοέσσης

두려운 (이)의

δειματόεντος

두려운 (것)의

여격 δειματόεντι

두려운 (이)에게

δειματοέσσῃ

두려운 (이)에게

δειματόεντι

두려운 (것)에게

대격 δειματόεντα

두려운 (이)를

δειματόεσσαν

두려운 (이)를

δειμάτοεν

두려운 (것)를

호격 δειματόεν

두려운 (이)야

δειματόεσσα

두려운 (이)야

δειμάτοεν

두려운 (것)야

쌍수주/대/호 δειματόεντε

두려운 (이)들이

δειματοέσσᾱ

두려운 (이)들이

δειματόεντε

두려운 (것)들이

속/여 δειματοέντοιν

두려운 (이)들의

δειματοέσσαιν

두려운 (이)들의

δειματοέντοιν

두려운 (것)들의

복수주격 δειματόεντες

두려운 (이)들이

δειματοέσσαι

두려운 (이)들이

δειματόεντα

두려운 (것)들이

속격 δειματοέντων

두려운 (이)들의

δειματοεσσῶν

두려운 (이)들의

δειματοέντων

두려운 (것)들의

여격 δειματόεσιν*

두려운 (이)들에게

δειματοέσσαις

두려운 (이)들에게

δειματόεσιν*

두려운 (것)들에게

대격 δειματόεντας

두려운 (이)들을

δειματοέσσᾱς

두려운 (이)들을

δειματόεντα

두려운 (것)들을

호격 δειματόεντες

두려운 (이)들아

δειματοέσσαι

두려운 (이)들아

δειματόεντα

두려운 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Δειματόεισ ἐλάφων κεραὸσ λόχοσ, εὖτε κρυώδεισ πλῆσαν ὀρῶν κορυφὰσ χιόνεαι νιφάδεσ, δείλαιαι ποταμοῖσιν ἐφώρμισαν, ἐλπίδι φροῦδοι χλιῆναι νοτεροῖσ ἄσθμασιν ὠκὺ γόνυ. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 2441)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 2441)

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION