헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βλακώδης

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βλακώδης βλακώδες

형태분석: βλακωδη (어간) + ς (어미)

어원: From bla/c

  1. 게으른, 느린, 둔한
  1. lazy-like, lazy

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 βλακώδης

게으른 (이)가

βλάκωδες

게으른 (것)가

속격 βλακώδους

게으른 (이)의

βλακώδους

게으른 (것)의

여격 βλακώδει

게으른 (이)에게

βλακώδει

게으른 (것)에게

대격 βλακώδη

게으른 (이)를

βλάκωδες

게으른 (것)를

호격 βλακῶδες

게으른 (이)야

βλάκωδες

게으른 (것)야

쌍수주/대/호 βλακώδει

게으른 (이)들이

βλακώδει

게으른 (것)들이

속/여 βλακώδοιν

게으른 (이)들의

βλακώδοιν

게으른 (것)들의

복수주격 βλακώδεις

게으른 (이)들이

βλακώδη

게으른 (것)들이

속격 βλακώδων

게으른 (이)들의

βλακώδων

게으른 (것)들의

여격 βλακώδεσιν*

게으른 (이)들에게

βλακώδεσιν*

게으른 (것)들에게

대격 βλακώδεις

게으른 (이)들을

βλακώδη

게으른 (것)들을

호격 βλακώδεις

게으른 (이)들아

βλακώδη

게으른 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰ δέ τισ ἐλεύθεροσ ἐν ἐλευθέρᾳ τῇ πόλει, μὴ ἀπαγορευόντων τῶν νόμων, τὴν παρὰ ταύτησ ἀηδίαν μυσαχθεὶσ καὶ ἥν φησι κεφάλαιον τῶν πόνων τὴν εὐδαιμονίαν παραγίγνεσθαι λῆρον οἰηθείσ, τοὺσ μὲν ἀγκύλουσ ἐκείνουσ λόγουσ καὶ λαβυρίνθοισ ὁμοίουσ ἀπέφυγε, πρὸσ δὲ τὴν Ἡδονὴν ἄσμενοσ ἐδραπέτευσεν ὥσπερ δεσμά τινα διακόψασ τὰσ τῶν λόγων πλεκτάνασ, ἀνθρώπινα καὶ οὐ βλακώδη φρονήσασ καὶ τὸν μὲν πόνον, ὅπερ ἐστί, πονηρόν, ἡδεῖαν δὲ τὴν ἡδονὴν οἰηθείσ, ἀποκλείειν ἐχρῆν αὐτόν, ὥσπερ ἐκ ναυαγίου λιμένι προσνέοντα καὶ γαλήνησ ἐπιθυμοῦντα συνωθοῦντασ ἐπὶ κεφαλὴν εἰσ τὸν πόνον, καὶ ἔκδοτον τὸν ἄθλιον παρέχειν ταῖσ ἀπορίαισ, καὶ ταῦτα ὥσπερ ἱκέτην ἐπὶ τὸν τοῦ Ἐλέου βωμὸν ἐπὶ τὴν Ἡδονὴν καταφεύγοντα, ἵνα τὴν πολυθρύλητον ἀρετὴν δηλαδὴ ἐπὶ τὸ ὄρθιον ἱδρῶτι πολλῷ ἀνελθὼν ἴδῃ κᾆτα δι’ ὅλου πονήσασ τοῦ βίου εὐδαιμονήσῃ μετὰ τὸν βίον; (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 21:4)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 21:4)

  • καιρὸσ δ’ ἴσωσ γράψαι καί, εἴ ποτε συμβαίη θυμοειδεστέρῳ ἵππῳ τοῦ καιρίου χρῆσθαι ἢ βλακωδεστέρῳ, ὡσ ἂν ὀρθότατα ἑκατέρῳ χρῷτο. (Xenophon, Minor Works, , chapter 9 2:2)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 9 2:2)

유의어

  1. 게으른

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION