- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποκεφαλίζω?

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: apokephalizō 고전 발음: [아뽀께팔리도:] 신약 발음: [아뽀깨팔리조]

기본형: ἀποκεφαλίζω ἀποκεφαλίσω ἀπεκεφάλισα

형태분석: ἀπο (접두사) + κεφαλίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 목을 자르다, 참수하다
  1. I decapitate, behead

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκεφαλίζω

(나는) 목을 자른다

ἀποκεφαλίζεις

(너는) 목을 자른다

ἀποκεφαλίζει

(그는) 목을 자른다

쌍수 ἀποκεφαλίζετον

(너희 둘은) 목을 자른다

ἀποκεφαλίζετον

(그 둘은) 목을 자른다

복수 ἀποκεφαλίζομεν

(우리는) 목을 자른다

ἀποκεφαλίζετε

(너희는) 목을 자른다

ἀποκεφαλίζουσι(ν)

(그들은) 목을 자른다

접속법단수 ἀποκεφαλίζω

(나는) 목을 자르자

ἀποκεφαλίζῃς

(너는) 목을 자르자

ἀποκεφαλίζῃ

(그는) 목을 자르자

쌍수 ἀποκεφαλίζητον

(너희 둘은) 목을 자르자

ἀποκεφαλίζητον

(그 둘은) 목을 자르자

복수 ἀποκεφαλίζωμεν

(우리는) 목을 자르자

ἀποκεφαλίζητε

(너희는) 목을 자르자

ἀποκεφαλίζωσι(ν)

(그들은) 목을 자르자

기원법단수 ἀποκεφαλίζοιμι

(나는) 목을 자르기를 (바라다)

ἀποκεφαλίζοις

(너는) 목을 자르기를 (바라다)

ἀποκεφαλίζοι

(그는) 목을 자르기를 (바라다)

쌍수 ἀποκεφαλίζοιτον

(너희 둘은) 목을 자르기를 (바라다)

ἀποκεφαλιζοίτην

(그 둘은) 목을 자르기를 (바라다)

복수 ἀποκεφαλίζοιμεν

(우리는) 목을 자르기를 (바라다)

ἀποκεφαλίζοιτε

(너희는) 목을 자르기를 (바라다)

ἀποκεφαλίζοιεν

(그들은) 목을 자르기를 (바라다)

명령법단수 ἀποκεφάλιζε

(너는) 목을 잘라라

ἀποκεφαλιζέτω

(그는) 목을 잘라라

쌍수 ἀποκεφαλίζετον

(너희 둘은) 목을 잘라라

ἀποκεφαλιζέτων

(그 둘은) 목을 잘라라

복수 ἀποκεφαλίζετε

(너희는) 목을 잘라라

ἀποκεφαλιζόντων, ἀποκεφαλιζέτωσαν

(그들은) 목을 잘라라

부정사 ἀποκεφαλίζειν

목을 자르는 것

분사 남성여성중성
ἀποκεφαλιζων

ἀποκεφαλιζοντος

ἀποκεφαλιζουσα

ἀποκεφαλιζουσης

ἀποκεφαλιζον

ἀποκεφαλιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκεφαλίζομαι

(나는) 목을 잘린다

ἀποκεφαλίζει, ἀποκεφαλίζῃ

(너는) 목을 잘린다

ἀποκεφαλίζεται

(그는) 목을 잘린다

쌍수 ἀποκεφαλίζεσθον

(너희 둘은) 목을 잘린다

ἀποκεφαλίζεσθον

(그 둘은) 목을 잘린다

복수 ἀποκεφαλιζόμεθα

(우리는) 목을 잘린다

ἀποκεφαλίζεσθε

(너희는) 목을 잘린다

ἀποκεφαλίζονται

(그들은) 목을 잘린다

접속법단수 ἀποκεφαλίζωμαι

(나는) 목을 잘리자

ἀποκεφαλίζῃ

(너는) 목을 잘리자

ἀποκεφαλίζηται

(그는) 목을 잘리자

쌍수 ἀποκεφαλίζησθον

(너희 둘은) 목을 잘리자

ἀποκεφαλίζησθον

(그 둘은) 목을 잘리자

복수 ἀποκεφαλιζώμεθα

(우리는) 목을 잘리자

ἀποκεφαλίζησθε

(너희는) 목을 잘리자

ἀποκεφαλίζωνται

(그들은) 목을 잘리자

기원법단수 ἀποκεφαλιζοίμην

(나는) 목을 잘리기를 (바라다)

ἀποκεφαλίζοιο

(너는) 목을 잘리기를 (바라다)

ἀποκεφαλίζοιτο

(그는) 목을 잘리기를 (바라다)

쌍수 ἀποκεφαλίζοισθον

(너희 둘은) 목을 잘리기를 (바라다)

ἀποκεφαλιζοίσθην

(그 둘은) 목을 잘리기를 (바라다)

복수 ἀποκεφαλιζοίμεθα

(우리는) 목을 잘리기를 (바라다)

ἀποκεφαλίζοισθε

(너희는) 목을 잘리기를 (바라다)

ἀποκεφαλίζοιντο

(그들은) 목을 잘리기를 (바라다)

명령법단수 ἀποκεφαλίζου

(너는) 목을 잘려라

ἀποκεφαλιζέσθω

(그는) 목을 잘려라

쌍수 ἀποκεφαλίζεσθον

(너희 둘은) 목을 잘려라

ἀποκεφαλιζέσθων

(그 둘은) 목을 잘려라

복수 ἀποκεφαλίζεσθε

(너희는) 목을 잘려라

ἀποκεφαλιζέσθων, ἀποκεφαλιζέσθωσαν

(그들은) 목을 잘려라

부정사 ἀποκεφαλίζεσθαι

목을 잘리는 것

분사 남성여성중성
ἀποκεφαλιζομενος

ἀποκεφαλιζομενου

ἀποκεφαλιζομενη

ἀποκεφαλιζομενης

ἀποκεφαλιζομενον

ἀποκεφαλιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκεφαλίω

(나는) 목을 자르겠다

ἀποκεφαλίεις

(너는) 목을 자르겠다

ἀποκεφαλίει

(그는) 목을 자르겠다

쌍수 ἀποκεφαλίειτον

(너희 둘은) 목을 자르겠다

ἀποκεφαλίειτον

(그 둘은) 목을 자르겠다

복수 ἀποκεφαλίουμεν

(우리는) 목을 자르겠다

ἀποκεφαλίειτε

(너희는) 목을 자르겠다

ἀποκεφαλίουσι(ν)

(그들은) 목을 자르겠다

기원법단수 ἀποκεφαλίοιμι

(나는) 목을 자르겠기를 (바라다)

ἀποκεφαλίοις

(너는) 목을 자르겠기를 (바라다)

ἀποκεφαλίοι

(그는) 목을 자르겠기를 (바라다)

쌍수 ἀποκεφαλίοιτον

(너희 둘은) 목을 자르겠기를 (바라다)

ἀποκεφαλιοίτην

(그 둘은) 목을 자르겠기를 (바라다)

복수 ἀποκεφαλίοιμεν

(우리는) 목을 자르겠기를 (바라다)

ἀποκεφαλίοιτε

(너희는) 목을 자르겠기를 (바라다)

ἀποκεφαλίοιεν

(그들은) 목을 자르겠기를 (바라다)

부정사 ἀποκεφαλίειν

목을 자를 것

분사 남성여성중성
ἀποκεφαλιων

ἀποκεφαλιουντος

ἀποκεφαλιουσα

ἀποκεφαλιουσης

ἀποκεφαλιουν

ἀποκεφαλιουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκεφαλίουμαι

(나는) 목을 잘리겠다

ἀποκεφαλίει, ἀποκεφαλίῃ

(너는) 목을 잘리겠다

ἀποκεφαλίειται

(그는) 목을 잘리겠다

쌍수 ἀποκεφαλίεισθον

(너희 둘은) 목을 잘리겠다

ἀποκεφαλίεισθον

(그 둘은) 목을 잘리겠다

복수 ἀποκεφαλιοῦμεθα

(우리는) 목을 잘리겠다

ἀποκεφαλίεισθε

(너희는) 목을 잘리겠다

ἀποκεφαλίουνται

(그들은) 목을 잘리겠다

기원법단수 ἀποκεφαλιοίμην

(나는) 목을 잘리겠기를 (바라다)

ἀποκεφαλίοιο

(너는) 목을 잘리겠기를 (바라다)

ἀποκεφαλίοιτο

(그는) 목을 잘리겠기를 (바라다)

쌍수 ἀποκεφαλίοισθον

(너희 둘은) 목을 잘리겠기를 (바라다)

ἀποκεφαλιοίσθην

(그 둘은) 목을 잘리겠기를 (바라다)

복수 ἀποκεφαλιοίμεθα

(우리는) 목을 잘리겠기를 (바라다)

ἀποκεφαλίοισθε

(너희는) 목을 잘리겠기를 (바라다)

ἀποκεφαλίοιντο

(그들은) 목을 잘리겠기를 (바라다)

부정사 ἀποκεφαλίεισθαι

목을 잘릴 것

분사 남성여성중성
ἀποκεφαλιουμενος

ἀποκεφαλιουμενου

ἀποκεφαλιουμενη

ἀποκεφαλιουμενης

ἀποκεφαλιουμενον

ἀποκεφαλιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεκεφάλιζον

(나는) 목을 자르고 있었다

ἀπεκεφάλιζες

(너는) 목을 자르고 있었다

ἀπεκεφάλιζε(ν)

(그는) 목을 자르고 있었다

쌍수 ἀπεκεφαλίζετον

(너희 둘은) 목을 자르고 있었다

ἀπεκεφαλιζέτην

(그 둘은) 목을 자르고 있었다

복수 ἀπεκεφαλίζομεν

(우리는) 목을 자르고 있었다

ἀπεκεφαλίζετε

(너희는) 목을 자르고 있었다

ἀπεκεφάλιζον

(그들은) 목을 자르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεκεφαλιζόμην

(나는) 목을 잘리고 있었다

ἀπεκεφαλίζου

(너는) 목을 잘리고 있었다

ἀπεκεφαλίζετο

(그는) 목을 잘리고 있었다

쌍수 ἀπεκεφαλίζεσθον

(너희 둘은) 목을 잘리고 있었다

ἀπεκεφαλιζέσθην

(그 둘은) 목을 잘리고 있었다

복수 ἀπεκεφαλιζόμεθα

(우리는) 목을 잘리고 있었다

ἀπεκεφαλίζεσθε

(너희는) 목을 잘리고 있었다

ἀπεκεφαλίζοντο

(그들은) 목을 잘리고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεκεφάλισα

(나는) 목을 잘랐다

ἀπεκεφάλισας

(너는) 목을 잘랐다

ἀπεκεφάλισε(ν)

(그는) 목을 잘랐다

쌍수 ἀπεκεφαλίσατον

(너희 둘은) 목을 잘랐다

ἀπεκεφαλισάτην

(그 둘은) 목을 잘랐다

복수 ἀπεκεφαλίσαμεν

(우리는) 목을 잘랐다

ἀπεκεφαλίσατε

(너희는) 목을 잘랐다

ἀπεκεφάλισαν

(그들은) 목을 잘랐다

접속법단수 ἀποκεφαλίσω

(나는) 목을 잘랐자

ἀποκεφαλίσῃς

(너는) 목을 잘랐자

ἀποκεφαλίσῃ

(그는) 목을 잘랐자

쌍수 ἀποκεφαλίσητον

(너희 둘은) 목을 잘랐자

ἀποκεφαλίσητον

(그 둘은) 목을 잘랐자

복수 ἀποκεφαλίσωμεν

(우리는) 목을 잘랐자

ἀποκεφαλίσητε

(너희는) 목을 잘랐자

ἀποκεφαλίσωσι(ν)

(그들은) 목을 잘랐자

기원법단수 ἀποκεφαλίσαιμι

(나는) 목을 잘랐기를 (바라다)

ἀποκεφαλίσαις

(너는) 목을 잘랐기를 (바라다)

ἀποκεφαλίσαι

(그는) 목을 잘랐기를 (바라다)

쌍수 ἀποκεφαλίσαιτον

(너희 둘은) 목을 잘랐기를 (바라다)

ἀποκεφαλισαίτην

(그 둘은) 목을 잘랐기를 (바라다)

복수 ἀποκεφαλίσαιμεν

(우리는) 목을 잘랐기를 (바라다)

ἀποκεφαλίσαιτε

(너희는) 목을 잘랐기를 (바라다)

ἀποκεφαλίσαιεν

(그들은) 목을 잘랐기를 (바라다)

명령법단수 ἀποκεφάλισον

(너는) 목을 잘랐어라

ἀποκεφαλισάτω

(그는) 목을 잘랐어라

쌍수 ἀποκεφαλίσατον

(너희 둘은) 목을 잘랐어라

ἀποκεφαλισάτων

(그 둘은) 목을 잘랐어라

복수 ἀποκεφαλίσατε

(너희는) 목을 잘랐어라

ἀποκεφαλισάντων

(그들은) 목을 잘랐어라

부정사 ἀποκεφαλίσαι

목을 잘랐는 것

분사 남성여성중성
ἀποκεφαλισας

ἀποκεφαλισαντος

ἀποκεφαλισασα

ἀποκεφαλισασης

ἀποκεφαλισαν

ἀποκεφαλισαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεκεφαλισάμην

(나는) 목을 잘렸다

ἀπεκεφαλίσω

(너는) 목을 잘렸다

ἀπεκεφαλίσατο

(그는) 목을 잘렸다

쌍수 ἀπεκεφαλίσασθον

(너희 둘은) 목을 잘렸다

ἀπεκεφαλισάσθην

(그 둘은) 목을 잘렸다

복수 ἀπεκεφαλισάμεθα

(우리는) 목을 잘렸다

ἀπεκεφαλίσασθε

(너희는) 목을 잘렸다

ἀπεκεφαλίσαντο

(그들은) 목을 잘렸다

접속법단수 ἀποκεφαλίσωμαι

(나는) 목을 잘렸자

ἀποκεφαλίσῃ

(너는) 목을 잘렸자

ἀποκεφαλίσηται

(그는) 목을 잘렸자

쌍수 ἀποκεφαλίσησθον

(너희 둘은) 목을 잘렸자

ἀποκεφαλίσησθον

(그 둘은) 목을 잘렸자

복수 ἀποκεφαλισώμεθα

(우리는) 목을 잘렸자

ἀποκεφαλίσησθε

(너희는) 목을 잘렸자

ἀποκεφαλίσωνται

(그들은) 목을 잘렸자

기원법단수 ἀποκεφαλισαίμην

(나는) 목을 잘렸기를 (바라다)

ἀποκεφαλίσαιο

(너는) 목을 잘렸기를 (바라다)

ἀποκεφαλίσαιτο

(그는) 목을 잘렸기를 (바라다)

쌍수 ἀποκεφαλίσαισθον

(너희 둘은) 목을 잘렸기를 (바라다)

ἀποκεφαλισαίσθην

(그 둘은) 목을 잘렸기를 (바라다)

복수 ἀποκεφαλισαίμεθα

(우리는) 목을 잘렸기를 (바라다)

ἀποκεφαλίσαισθε

(너희는) 목을 잘렸기를 (바라다)

ἀποκεφαλίσαιντο

(그들은) 목을 잘렸기를 (바라다)

명령법단수 ἀποκεφάλισαι

(너는) 목을 잘렸어라

ἀποκεφαλισάσθω

(그는) 목을 잘렸어라

쌍수 ἀποκεφαλίσασθον

(너희 둘은) 목을 잘렸어라

ἀποκεφαλισάσθων

(그 둘은) 목을 잘렸어라

복수 ἀποκεφαλίσασθε

(너희는) 목을 잘렸어라

ἀποκεφαλισάσθων

(그들은) 목을 잘렸어라

부정사 ἀποκεφαλίσεσθαι

목을 잘렸는 것

분사 남성여성중성
ἀποκεφαλισαμενος

ἀποκεφαλισαμενου

ἀποκεφαλισαμενη

ἀποκεφαλισαμενης

ἀποκεφαλισαμενον

ἀποκεφαλισαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐγὼ δέ, σπασάμενος τὴν παῤ αὐτοῦ μάχαιραν, ἀπεκεφάλισα αὐτὸν καὶ ἦρα ὄνειδος ἐξ υἱῶν Ἰσραήλ. (Septuagint, Liber Psalmorum 150:12)

    (70인역 성경, 시편 150:12)

  • "ἀποκεφαλίσω σε. (Epictetus, Works, book 1, 24:3)

    (에픽테토스, Works, book 1, 24:3)

  • δάκνειν καὶ λακτίζειν καὶ εἰς φυλακὴν βάλλειν καὶ ἀποκεφαλίζειν· (Epictetus, Works, book 4, 122:4)

    (에픽테토스, Works, book 4, 122:4)

  • ἀκούσας δὲ ὁ Ἡρῴδης ἔλεγεν Ὁ`ν ἐγὼ ἀπεκεφάλισα Ιωἄνην, οὗτος ἠγέρθη. (, chapter 4 109:1)

    (, chapter 4 109:1)

  • εἶπεν δὲ [ὁ] Ἡρῴδης Ιωἄνην ἐγὼ ἀπεκεφάλισα: (, chapter 3 399:1)

    (, chapter 3 399:1)

유의어

  1. 목을 자르다

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION