헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποκάλυψις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀποκάλυψις ἀποκαλύψεως

형태분석: ἀποκαλυψι (어간) + ς (어미)

어원: from a)pokalu/ptw

  1. 공개, 노출, 벗김, 폭로
  1. uncovering, revelation, disclosure

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀσχημοσύνην πατρόσ σου καὶ ἀσχημοσύνην μητρόσ σου οὐκ ἀποκαλύψεισ, μήτηρ γάρ σού ἐστιν, οὐκ ἀποκαλύψεισ τὴν ἀσχημοσύνην αὐτῆσ. (Septuagint, Liber Leviticus 18:7)

    (70인역 성경, 레위기 18:7)

  • ἀσχημοσύνην γυναικὸσ πατρόσ σου οὐκ ἀποκαλύψεισ, ἀσχημοσύνη πατρὸσ σού ἐστιν. (Septuagint, Liber Leviticus 18:8)

    (70인역 성경, 레위기 18:8)

  • ἀσχημοσύνην τῆσ ἀδελφῆσ σου ἐκ πατρόσ σου ἢ ἐκ μητρόσ σου ἐνδογενοῦσ ἢ γεγεννημένησ ἔξω, οὐκ ἀποκαλύψεισ ἀσχημοσύνην αὐτῶν. (Septuagint, Liber Leviticus 18:9)

    (70인역 성경, 레위기 18:9)

  • ἀσχημοσύνην θυγατρὸσ υἱοῦ σου ἢ θυγατρὸσ θυγατρόσ σου οὐκ ἀποκαλύψεισ τὴν ἀσχημοσύνην αὐτῶν, ὅτι σὴ ἀσχημοσύνη ἐστίν. (Septuagint, Liber Leviticus 18:10)

    (70인역 성경, 레위기 18:10)

  • κάκωσισ ὥρασ ἐπιλησμονὴν ποιεῖ τρυφῆσ, καὶ ἐν συντελείᾳ ἀνθρώπου ἀποκάλυψισ ἔργων αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Sirach 11:25)

    (70인역 성경, Liber Sirach 11:25)

  • τοῦτο μὲν οὖν εἴτε κίνησίσ ἐστι καὶ μεταβολὴ φύσεωσ ὑπὸ τύχησ, εἴτε μᾶλλον ὑποκειμένησ ἀποκάλυψισ ἐν ἐξουσίᾳ κακίασ, ἑτέρα τισ ἂν διορίσειε πραγματεία. (Plutarch, Sulla, chapter 30 5:1)

    (플루타르코스, Sulla, chapter 30 5:1)

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION