헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀντεμπίπλημι

-μι 무어간모음 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀντεμπίπλημι

형태분석: ἀντ (접두사) + ἐμπίπλᾱ (어간) + μι (인칭어미)

  1. to fill in turn, to fill in return, by way of compensation

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντεμπίπλημι

ἀντεμπίπλης

ἀντεμπίπλησιν*

쌍수 ἀντεμπίπλατον

ἀντεμπίπλατον

복수 ἀντεμπίπλαμεν

ἀντεμπίπλατε

ἀντεμπιπλάᾱσιν*

접속법단수 ἀντεμπιπλῶ

ἀντεμπιπλῇς

ἀντεμπιπλῇ

쌍수 ἀντεμπιπλῆτον

ἀντεμπιπλῆτον

복수 ἀντεμπιπλῶμεν

ἀντεμπιπλῆτε

ἀντεμπιπλῶσιν*

기원법단수 ἀντεμπιπλαίην

ἀντεμπιπλαίης

ἀντεμπιπλαίη

쌍수 ἀντεμπιπλαίητον

ἀντεμπιπλαιήτην

복수 ἀντεμπιπλαίημεν

ἀντεμπιπλαίητε

ἀντεμπιπλαίησαν

명령법단수 ἀντεμπίπλᾱ

ἀντεμπιπλάτω

쌍수 ἀντεμπίπλατον

ἀντεμπιπλάτων

복수 ἀντεμπίπλατε

ἀντεμπιπλάντων

부정사 ἀντεμπιπλάναι

분사 남성여성중성
ἀντεμπιπλᾱς

ἀντεμπιπλαντος

ἀντεμπιπλᾱσα

ἀντεμπιπλᾱσης

ἀντεμπιπλαν

ἀντεμπιπλαντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντεμπίπλαμαι

ἀντεμπίπλασαι

ἀντεμπίπλαται

쌍수 ἀντεμπίπλασθον

ἀντεμπίπλασθον

복수 ἀντεμπιπλάμεθα

ἀντεμπίπλασθε

ἀντεμπίπλανται

접속법단수 ἀντεμπιπλῶμαι

ἀντεμπιπλῇ

ἀντεμπιπλῆται

쌍수 ἀντεμπιπλῆσθον

ἀντεμπιπλῆσθον

복수 ἀντεμπιπλώμεθα

ἀντεμπιπλῆσθε

ἀντεμπιπλῶνται

기원법단수 ἀντεμπιπλαίμην

ἀντεμπιπλαῖο

ἀντεμπιπλαῖτο

쌍수 ἀντεμπιπλαῖσθον

ἀντεμπιπλαίσθην

복수 ἀντεμπιπλαίμεθα

ἀντεμπιπλαῖσθε

ἀντεμπιπλαῖντο

명령법단수 ἀντεμπίπλασο

ἀντεμπιπλάσθω

쌍수 ἀντεμπίπλασθον

ἀντεμπιπλάσθων

복수 ἀντεμπίπλασθε

ἀντεμπιπλάσθων

부정사 ἀντεμπίπλασθαι

분사 남성여성중성
ἀντεμπιπλαμενος

ἀντεμπιπλαμενου

ἀντεμπιπλαμενη

ἀντεμπιπλαμενης

ἀντεμπιπλαμενον

ἀντεμπιπλαμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to fill in turn

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION