헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀμφίσβαινα

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀμφίσβαινα ἀμφισβαίνης

형태분석: ἀμφισβαιν (어간) + α (어미)

어원: bai/nw

  1. A kind of serpent which can go backwards or forwards
  2. Veins which run between the breast and generative organs

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὴν γῆν, τὰ μὲν ὑποβρύχια, φωλεύοντα ἐν μυχῷ τῆσ ψάμμου, τὰ δὲ ἄνω ἐπιπολάζοντα, φύσαλοι καὶ ἀσπίδεσ καὶ ἔχιδναι καὶ κεράσται καὶ βουπρήστεισ καὶ ἀκοντίαι καὶ ἀμφίσβαιναι καὶ δράκοντεσ καὶ σκορπίων γένοσ διττόν, τὸ μὲν ἕτερον ἐπίγειόν τε καὶ πεζόν, ὑπέρμεγα καὶ πολυσφόνδυλον, θάτερον δὲ ἐναέριον καὶ πτηνόν, ὑμενόπτερον δὲ οἱᾶ ταῖσ ἀκρίσι καὶ τέττιξι καὶ νυκτερίσι τὰ πτερά. (Lucian, Dipsades 5:1)

    (루키아노스, Dipsades 5:1)

  • ἀμφίσβαιναν, ἢ Σκύλλαν τινὰ οἰκοῦσαν ἐν πέτραισι, ναυτίλων βλάβην, θύουσαν Αἵδου μητέρ’ ἄσπονδόν τ’ Ἄρη φίλοισ πνέουσαν; (Aeschylus, Agamemnon, episode 1:23)

    (아이스킬로스, 아가멤논, episode 1:23)

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION