헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀκαταστασία

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀκαταστασία

형태분석: ακαταστασι (어간) + α (어미)

  1. disorder, instability, agitation

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ νῦν, παιδίον, ἀγάπα τοὺσ ἀδελφούσ σου καὶ μὴ ὑπερηφανεύου τῇ καρδίᾳ σου ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν σου καὶ τῶν υἱῶν καὶ θυγατέρων τοῦ λαοῦ σου λαβεῖν σεαυτῷ ἐξ αὐτῶν γυναῖκα. διότι ἐν τῇ ὑπερηφανίᾳ ἀπώλεια καὶ ἀκαταστασία πολλή, καὶ ἐν τῇ ἀχρειότητι ἐλάττωσισ καὶ ἔνδεια μεγάλη. ἡ γὰρ ἀχρειότησ μήτηρ ἐστὶ τοῦ λιμοῦ. (Septuagint, Liber Thobis 4:13)

    (70인역 성경, 토빗기 4:13)

  • ὅπου γὰρ ζῆλοσ καὶ ἐριθία, ἐκεῖ ἀκαταστασία καὶ πᾶν φαῦλον πρᾶγμα. (IAKWBOU, chapter 1 76:1)

    (IAKWBOU, chapter 1 76:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION