헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀγρεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀγρεύω ἀγρεύσω ἤγρευσα ἠγρεύθην

형태분석: ἀγρεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: a)/gra, see also a)gre/w

  1. 잡다, 받다, 걸리다, 빼앗다
  1. to take by hunting or fishing, catch, take
  2. (figuratively) to hunt after, thirst for

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀγρεύω

(나는) 잡는다

ἀγρεύεις

(너는) 잡는다

ἀγρεύει

(그는) 잡는다

쌍수 ἀγρεύετον

(너희 둘은) 잡는다

ἀγρεύετον

(그 둘은) 잡는다

복수 ἀγρεύομεν

(우리는) 잡는다

ἀγρεύετε

(너희는) 잡는다

ἀγρεύουσιν*

(그들은) 잡는다

접속법단수 ἀγρεύω

(나는) 잡자

ἀγρεύῃς

(너는) 잡자

ἀγρεύῃ

(그는) 잡자

쌍수 ἀγρεύητον

(너희 둘은) 잡자

ἀγρεύητον

(그 둘은) 잡자

복수 ἀγρεύωμεν

(우리는) 잡자

ἀγρεύητε

(너희는) 잡자

ἀγρεύωσιν*

(그들은) 잡자

기원법단수 ἀγρεύοιμι

(나는) 잡기를 (바라다)

ἀγρεύοις

(너는) 잡기를 (바라다)

ἀγρεύοι

(그는) 잡기를 (바라다)

쌍수 ἀγρεύοιτον

(너희 둘은) 잡기를 (바라다)

ἀγρευοίτην

(그 둘은) 잡기를 (바라다)

복수 ἀγρεύοιμεν

(우리는) 잡기를 (바라다)

ἀγρεύοιτε

(너희는) 잡기를 (바라다)

ἀγρεύοιεν

(그들은) 잡기를 (바라다)

명령법단수 ά̓γρευε

(너는) 잡아라

ἀγρευέτω

(그는) 잡아라

쌍수 ἀγρεύετον

(너희 둘은) 잡아라

ἀγρευέτων

(그 둘은) 잡아라

복수 ἀγρεύετε

(너희는) 잡아라

ἀγρευόντων, ἀγρευέτωσαν

(그들은) 잡아라

부정사 ἀγρεύειν

잡는 것

분사 남성여성중성
ἀγρευων

ἀγρευοντος

ἀγρευουσα

ἀγρευουσης

ἀγρευον

ἀγρευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀγρεύομαι

(나는) 잡힌다

ἀγρεύει, ἀγρεύῃ

(너는) 잡힌다

ἀγρεύεται

(그는) 잡힌다

쌍수 ἀγρεύεσθον

(너희 둘은) 잡힌다

ἀγρεύεσθον

(그 둘은) 잡힌다

복수 ἀγρευόμεθα

(우리는) 잡힌다

ἀγρεύεσθε

(너희는) 잡힌다

ἀγρεύονται

(그들은) 잡힌다

접속법단수 ἀγρεύωμαι

(나는) 잡히자

ἀγρεύῃ

(너는) 잡히자

ἀγρεύηται

(그는) 잡히자

쌍수 ἀγρεύησθον

(너희 둘은) 잡히자

ἀγρεύησθον

(그 둘은) 잡히자

복수 ἀγρευώμεθα

(우리는) 잡히자

ἀγρεύησθε

(너희는) 잡히자

ἀγρεύωνται

(그들은) 잡히자

기원법단수 ἀγρευοίμην

(나는) 잡히기를 (바라다)

ἀγρεύοιο

(너는) 잡히기를 (바라다)

ἀγρεύοιτο

(그는) 잡히기를 (바라다)

쌍수 ἀγρεύοισθον

(너희 둘은) 잡히기를 (바라다)

ἀγρευοίσθην

(그 둘은) 잡히기를 (바라다)

복수 ἀγρευοίμεθα

(우리는) 잡히기를 (바라다)

ἀγρεύοισθε

(너희는) 잡히기를 (바라다)

ἀγρεύοιντο

(그들은) 잡히기를 (바라다)

명령법단수 ἀγρεύου

(너는) 잡혀라

ἀγρευέσθω

(그는) 잡혀라

쌍수 ἀγρεύεσθον

(너희 둘은) 잡혀라

ἀγρευέσθων

(그 둘은) 잡혀라

복수 ἀγρεύεσθε

(너희는) 잡혀라

ἀγρευέσθων, ἀγρευέσθωσαν

(그들은) 잡혀라

부정사 ἀγρεύεσθαι

잡히는 것

분사 남성여성중성
ἀγρευομενος

ἀγρευομενου

ἀγρευομενη

ἀγρευομενης

ἀγρευομενον

ἀγρευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀγρεύσω

(나는) 잡겠다

ἀγρεύσεις

(너는) 잡겠다

ἀγρεύσει

(그는) 잡겠다

쌍수 ἀγρεύσετον

(너희 둘은) 잡겠다

ἀγρεύσετον

(그 둘은) 잡겠다

복수 ἀγρεύσομεν

(우리는) 잡겠다

ἀγρεύσετε

(너희는) 잡겠다

ἀγρεύσουσιν*

(그들은) 잡겠다

기원법단수 ἀγρεύσοιμι

(나는) 잡겠기를 (바라다)

ἀγρεύσοις

(너는) 잡겠기를 (바라다)

ἀγρεύσοι

(그는) 잡겠기를 (바라다)

쌍수 ἀγρεύσοιτον

(너희 둘은) 잡겠기를 (바라다)

ἀγρευσοίτην

(그 둘은) 잡겠기를 (바라다)

복수 ἀγρεύσοιμεν

(우리는) 잡겠기를 (바라다)

ἀγρεύσοιτε

(너희는) 잡겠기를 (바라다)

ἀγρεύσοιεν

(그들은) 잡겠기를 (바라다)

부정사 ἀγρεύσειν

잡을 것

분사 남성여성중성
ἀγρευσων

ἀγρευσοντος

ἀγρευσουσα

ἀγρευσουσης

ἀγρευσον

ἀγρευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀγρεύσομαι

(나는) 잡히겠다

ἀγρεύσει, ἀγρεύσῃ

(너는) 잡히겠다

ἀγρεύσεται

(그는) 잡히겠다

쌍수 ἀγρεύσεσθον

(너희 둘은) 잡히겠다

ἀγρεύσεσθον

(그 둘은) 잡히겠다

복수 ἀγρευσόμεθα

(우리는) 잡히겠다

ἀγρεύσεσθε

(너희는) 잡히겠다

ἀγρεύσονται

(그들은) 잡히겠다

기원법단수 ἀγρευσοίμην

(나는) 잡히겠기를 (바라다)

ἀγρεύσοιο

(너는) 잡히겠기를 (바라다)

ἀγρεύσοιτο

(그는) 잡히겠기를 (바라다)

쌍수 ἀγρεύσοισθον

(너희 둘은) 잡히겠기를 (바라다)

ἀγρευσοίσθην

(그 둘은) 잡히겠기를 (바라다)

복수 ἀγρευσοίμεθα

(우리는) 잡히겠기를 (바라다)

ἀγρεύσοισθε

(너희는) 잡히겠기를 (바라다)

ἀγρεύσοιντο

(그들은) 잡히겠기를 (바라다)

부정사 ἀγρεύσεσθαι

잡힐 것

분사 남성여성중성
ἀγρευσομενος

ἀγρευσομενου

ἀγρευσομενη

ἀγρευσομενης

ἀγρευσομενον

ἀγρευσομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀγρευθήσομαι

(나는) 잡히겠다

ἀγρευθήσῃ

(너는) 잡히겠다

ἀγρευθήσεται

(그는) 잡히겠다

쌍수 ἀγρευθήσεσθον

(너희 둘은) 잡히겠다

ἀγρευθήσεσθον

(그 둘은) 잡히겠다

복수 ἀγρευθησόμεθα

(우리는) 잡히겠다

ἀγρευθήσεσθε

(너희는) 잡히겠다

ἀγρευθήσονται

(그들은) 잡히겠다

기원법단수 ἀγρευθησοίμην

(나는) 잡히겠기를 (바라다)

ἀγρευθήσοιο

(너는) 잡히겠기를 (바라다)

ἀγρευθήσοιτο

(그는) 잡히겠기를 (바라다)

쌍수 ἀγρευθήσοισθον

(너희 둘은) 잡히겠기를 (바라다)

ἀγρευθησοίσθην

(그 둘은) 잡히겠기를 (바라다)

복수 ἀγρευθησοίμεθα

(우리는) 잡히겠기를 (바라다)

ἀγρευθήσοισθε

(너희는) 잡히겠기를 (바라다)

ἀγρευθήσοιντο

(그들은) 잡히겠기를 (바라다)

부정사 ἀγρευθήσεσθαι

잡힐 것

분사 남성여성중성
ἀγρευθησομενος

ἀγρευθησομενου

ἀγρευθησομενη

ἀγρευθησομενης

ἀγρευθησομενον

ἀγρευθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ή̓γρευον

(나는) 잡고 있었다

ή̓γρευες

(너는) 잡고 있었다

ή̓γρευεν*

(그는) 잡고 있었다

쌍수 ἠγρεύετον

(너희 둘은) 잡고 있었다

ἠγρευέτην

(그 둘은) 잡고 있었다

복수 ἠγρεύομεν

(우리는) 잡고 있었다

ἠγρεύετε

(너희는) 잡고 있었다

ή̓γρευον

(그들은) 잡고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠγρευόμην

(나는) 잡히고 있었다

ἠγρεύου

(너는) 잡히고 있었다

ἠγρεύετο

(그는) 잡히고 있었다

쌍수 ἠγρεύεσθον

(너희 둘은) 잡히고 있었다

ἠγρευέσθην

(그 둘은) 잡히고 있었다

복수 ἠγρευόμεθα

(우리는) 잡히고 있었다

ἠγρεύεσθε

(너희는) 잡히고 있었다

ἠγρεύοντο

(그들은) 잡히고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ή̓γρευσα

(나는) 잡았다

ή̓γρευσας

(너는) 잡았다

ή̓γρευσεν*

(그는) 잡았다

쌍수 ἠγρεύσατον

(너희 둘은) 잡았다

ἠγρευσάτην

(그 둘은) 잡았다

복수 ἠγρεύσαμεν

(우리는) 잡았다

ἠγρεύσατε

(너희는) 잡았다

ή̓γρευσαν

(그들은) 잡았다

접속법단수 ἀγρεύσω

(나는) 잡았자

ἀγρεύσῃς

(너는) 잡았자

ἀγρεύσῃ

(그는) 잡았자

쌍수 ἀγρεύσητον

(너희 둘은) 잡았자

ἀγρεύσητον

(그 둘은) 잡았자

복수 ἀγρεύσωμεν

(우리는) 잡았자

ἀγρεύσητε

(너희는) 잡았자

ἀγρεύσωσιν*

(그들은) 잡았자

기원법단수 ἀγρεύσαιμι

(나는) 잡았기를 (바라다)

ἀγρεύσαις

(너는) 잡았기를 (바라다)

ἀγρεύσαι

(그는) 잡았기를 (바라다)

쌍수 ἀγρεύσαιτον

(너희 둘은) 잡았기를 (바라다)

ἀγρευσαίτην

(그 둘은) 잡았기를 (바라다)

복수 ἀγρεύσαιμεν

(우리는) 잡았기를 (바라다)

ἀγρεύσαιτε

(너희는) 잡았기를 (바라다)

ἀγρεύσαιεν

(그들은) 잡았기를 (바라다)

명령법단수 ά̓γρευσον

(너는) 잡았어라

ἀγρευσάτω

(그는) 잡았어라

쌍수 ἀγρεύσατον

(너희 둘은) 잡았어라

ἀγρευσάτων

(그 둘은) 잡았어라

복수 ἀγρεύσατε

(너희는) 잡았어라

ἀγρευσάντων

(그들은) 잡았어라

부정사 ἀγρεύσαι

잡았는 것

분사 남성여성중성
ἀγρευσᾱς

ἀγρευσαντος

ἀγρευσᾱσα

ἀγρευσᾱσης

ἀγρευσαν

ἀγρευσαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠγρευσάμην

(나는) 잡혔다

ἠγρεύσω

(너는) 잡혔다

ἠγρεύσατο

(그는) 잡혔다

쌍수 ἠγρεύσασθον

(너희 둘은) 잡혔다

ἠγρευσάσθην

(그 둘은) 잡혔다

복수 ἠγρευσάμεθα

(우리는) 잡혔다

ἠγρεύσασθε

(너희는) 잡혔다

ἠγρεύσαντο

(그들은) 잡혔다

접속법단수 ἀγρεύσωμαι

(나는) 잡혔자

ἀγρεύσῃ

(너는) 잡혔자

ἀγρεύσηται

(그는) 잡혔자

쌍수 ἀγρεύσησθον

(너희 둘은) 잡혔자

ἀγρεύσησθον

(그 둘은) 잡혔자

복수 ἀγρευσώμεθα

(우리는) 잡혔자

ἀγρεύσησθε

(너희는) 잡혔자

ἀγρεύσωνται

(그들은) 잡혔자

기원법단수 ἀγρευσαίμην

(나는) 잡혔기를 (바라다)

ἀγρεύσαιο

(너는) 잡혔기를 (바라다)

ἀγρεύσαιτο

(그는) 잡혔기를 (바라다)

쌍수 ἀγρεύσαισθον

(너희 둘은) 잡혔기를 (바라다)

ἀγρευσαίσθην

(그 둘은) 잡혔기를 (바라다)

복수 ἀγρευσαίμεθα

(우리는) 잡혔기를 (바라다)

ἀγρεύσαισθε

(너희는) 잡혔기를 (바라다)

ἀγρεύσαιντο

(그들은) 잡혔기를 (바라다)

명령법단수 ά̓γρευσαι

(너는) 잡혔어라

ἀγρευσάσθω

(그는) 잡혔어라

쌍수 ἀγρεύσασθον

(너희 둘은) 잡혔어라

ἀγρευσάσθων

(그 둘은) 잡혔어라

복수 ἀγρεύσασθε

(너희는) 잡혔어라

ἀγρευσάσθων

(그들은) 잡혔어라

부정사 ἀγρεύσεσθαι

잡혔는 것

분사 남성여성중성
ἀγρευσαμενος

ἀγρευσαμενου

ἀγρευσαμενη

ἀγρευσαμενης

ἀγρευσαμενον

ἀγρευσαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠγρεύθην

(나는) 잡혔다

ἠγρεύθης

(너는) 잡혔다

ἠγρεύθη

(그는) 잡혔다

쌍수 ἠγρεύθητον

(너희 둘은) 잡혔다

ἠγρευθήτην

(그 둘은) 잡혔다

복수 ἠγρεύθημεν

(우리는) 잡혔다

ἠγρεύθητε

(너희는) 잡혔다

ἠγρεύθησαν

(그들은) 잡혔다

접속법단수 ἀγρεύθω

(나는) 잡혔자

ἀγρεύθῃς

(너는) 잡혔자

ἀγρεύθῃ

(그는) 잡혔자

쌍수 ἀγρεύθητον

(너희 둘은) 잡혔자

ἀγρεύθητον

(그 둘은) 잡혔자

복수 ἀγρεύθωμεν

(우리는) 잡혔자

ἀγρεύθητε

(너희는) 잡혔자

ἀγρεύθωσιν*

(그들은) 잡혔자

기원법단수 ἀγρευθείην

(나는) 잡혔기를 (바라다)

ἀγρευθείης

(너는) 잡혔기를 (바라다)

ἀγρευθείη

(그는) 잡혔기를 (바라다)

쌍수 ἀγρευθείητον

(너희 둘은) 잡혔기를 (바라다)

ἀγρευθειήτην

(그 둘은) 잡혔기를 (바라다)

복수 ἀγρευθείημεν

(우리는) 잡혔기를 (바라다)

ἀγρευθείητε

(너희는) 잡혔기를 (바라다)

ἀγρευθείησαν

(그들은) 잡혔기를 (바라다)

명령법단수 ἀγρεύθητι

(너는) 잡혔어라

ἀγρευθήτω

(그는) 잡혔어라

쌍수 ἀγρεύθητον

(너희 둘은) 잡혔어라

ἀγρευθήτων

(그 둘은) 잡혔어라

복수 ἀγρεύθητε

(너희는) 잡혔어라

ἀγρευθέντων

(그들은) 잡혔어라

부정사 ἀγρευθῆναι

잡혔는 것

분사 남성여성중성
ἀγρευθεις

ἀγρευθεντος

ἀγρευθεισα

ἀγρευθεισης

ἀγρευθεν

ἀγρευθεντος

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀγρεύομαι γὰρ ὥσπερ λέων εἰσ σφαγήν, πάλιν γὰρ μεταβαλὼν δεινῶσ με ὀλέκεις (Septuagint, Liber Iob 10:16)

    (70인역 성경, 욥기 10:16)

  • τιμὴ γὰρ πόρνησ ὅση καὶ ἑνὸσ ἄρτου, γυνὴ δὲ ἀνδρῶν τιμίασ ψυχὰσ ἀγρεύει. (Septuagint, Liber Proverbiorum 6:30)

    (70인역 성경, 잠언 6:30)

  • ἀλλὰ παρ’ ἡμῶν ἐξαίρετον ^ τῆσ συμβουλῆσ τοῦτό ἐστιν, ὅτι ἡδίστην τε ἅμα καὶ ἐπιτομωτάτην καὶ ἱππήλατον καὶ κατάντη σὺν πολλῇ τῇ θυμηδίᾳ καὶ τρυφῇ διὰ λειμώνων εὐανθῶν καὶ σκιᾶσ ἀκριβοῦσ σχολῇ καὶ βάδην ἀνιὼν ἀνιδρωτὶ ἐπιστήσῃ τῇ ἄκρᾳ καὶ ἀγρεύσεισ ^ οὐ καμὼν καὶ νὴ Δί’ εὐωχήσῃ κατακείμενοσ, ἐκείνουσ ^ ὁπόσοι τὴν ἑτέραν ἐτράποντο ἀπὸ τοῦ ὑψηλοῦ ἐπισκοπῶν ἐν τῇ ὑπωρείᾳ τῆσ ἀνόδου ἔτι, κατὰ δυσβάτων καὶ ὀλισθηρῶν τῶν κρημνῶν μόλισ ἀνέρποντασ, ἀποκυλιομένουσ ἐπὶ κεφαλὴν ἐνίοτε καὶ πολλὰ τραύματα λαμβάνοντασ περὶ τραχείαισ ταῖσ πέτραισ· (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 3:3)

    (루키아노스, Rhetorum praeceptor, (no name) 3:3)

  • ὦ καλλίπυργον ἄστυ Θηβαίασ χθονὸσ ναίοντεσ, ἔλθεθ’ ὡσ ἴδητε τήνδ’ ἄγραν, Κάδμου θυγατέρεσ θηρὸσ ἣν ἠγρεύσαμεν, οὐκ ἀγκυλητοῖσ Θεσσαλῶν στοχάσμασιν, οὐ δικτύοισιν, ἀλλὰ λευκοπήχεσι χειρῶν ἀκμαῖσιν. (Euripides, episode2)

    (에우리피데스, episode2)

  • ἁπάσασ εἶπον, ἐξόχωσ δ’ ἐμέ, ἣ τὰσ παρ’ ἱστοῖσ ἐκλιποῦσα κερκίδασ ἐσ μείζον’ ἥκω, θῆρασ ἀγρεύειν χεροῖν. (Euripides, episode 2:6)

    (에우리피데스, episode 2:6)

  • εἰσ κωνωπεῶνα οὐ βριαρόν τινα θῆρα, καὶ οὔ τινα πόντιον ἰχθύν, οὐ πτερὸν ἀγρεύω πλέγμασιν ἡμετέροισ, ἀλλὰ βροτοὺσ ἐθέλοντασ· (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 7641)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 7641)

유의어

  1. 잡다

  2. to hunt after

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION