헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σμύχω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σμύχω

형태분석: σμύχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to burn in a mouldering fire, to smoulder away

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σμύχω

σμύχεις

σμύχει

쌍수 σμύχετον

σμύχετον

복수 σμύχομεν

σμύχετε

σμύχουσιν*

접속법단수 σμύχω

σμύχῃς

σμύχῃ

쌍수 σμύχητον

σμύχητον

복수 σμύχωμεν

σμύχητε

σμύχωσιν*

기원법단수 σμύχοιμι

σμύχοις

σμύχοι

쌍수 σμύχοιτον

σμυχοίτην

복수 σμύχοιμεν

σμύχοιτε

σμύχοιεν

명령법단수 σμύχε

σμυχέτω

쌍수 σμύχετον

σμυχέτων

복수 σμύχετε

σμυχόντων, σμυχέτωσαν

부정사 σμύχειν

분사 남성여성중성
σμυχων

σμυχοντος

σμυχουσα

σμυχουσης

σμυχον

σμυχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σμύχομαι

σμύχει, σμύχῃ

σμύχεται

쌍수 σμύχεσθον

σμύχεσθον

복수 σμυχόμεθα

σμύχεσθε

σμύχονται

접속법단수 σμύχωμαι

σμύχῃ

σμύχηται

쌍수 σμύχησθον

σμύχησθον

복수 σμυχώμεθα

σμύχησθε

σμύχωνται

기원법단수 σμυχοίμην

σμύχοιο

σμύχοιτο

쌍수 σμύχοισθον

σμυχοίσθην

복수 σμυχοίμεθα

σμύχοισθε

σμύχοιντο

명령법단수 σμύχου

σμυχέσθω

쌍수 σμύχεσθον

σμυχέσθων

복수 σμύχεσθε

σμυχέσθων, σμυχέσθωσαν

부정사 σμύχεσθαι

분사 남성여성중성
σμυχομενος

σμυχομενου

σμυχομενη

σμυχομενης

σμυχομενον

σμυχομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to burn in a mouldering fire

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION