헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σμαραγέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σμαραγέω σμαραγήσω

형태분석: σμαραγέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: Formed from the sound.

  1. 박다, 지르다, 노호하다, 으르렁대다
  1. to crash, to roar, to scream

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σμαράγω

(나는) 박는다

σμαράγεις

(너는) 박는다

σμαράγει

(그는) 박는다

쌍수 σμαράγειτον

(너희 둘은) 박는다

σμαράγειτον

(그 둘은) 박는다

복수 σμαράγουμεν

(우리는) 박는다

σμαράγειτε

(너희는) 박는다

σμαράγουσιν*

(그들은) 박는다

접속법단수 σμαράγω

(나는) 박자

σμαράγῃς

(너는) 박자

σμαράγῃ

(그는) 박자

쌍수 σμαράγητον

(너희 둘은) 박자

σμαράγητον

(그 둘은) 박자

복수 σμαράγωμεν

(우리는) 박자

σμαράγητε

(너희는) 박자

σμαράγωσιν*

(그들은) 박자

기원법단수 σμαράγοιμι

(나는) 박기를 (바라다)

σμαράγοις

(너는) 박기를 (바라다)

σμαράγοι

(그는) 박기를 (바라다)

쌍수 σμαράγοιτον

(너희 둘은) 박기를 (바라다)

σμαραγοίτην

(그 둘은) 박기를 (바라다)

복수 σμαράγοιμεν

(우리는) 박기를 (바라다)

σμαράγοιτε

(너희는) 박기를 (바라다)

σμαράγοιεν

(그들은) 박기를 (바라다)

명령법단수 σμαρᾶγει

(너는) 박아라

σμαραγεῖτω

(그는) 박아라

쌍수 σμαράγειτον

(너희 둘은) 박아라

σμαραγεῖτων

(그 둘은) 박아라

복수 σμαράγειτε

(너희는) 박아라

σμαραγοῦντων, σμαραγεῖτωσαν

(그들은) 박아라

부정사 σμαράγειν

박는 것

분사 남성여성중성
σμαραγων

σμαραγουντος

σμαραγουσα

σμαραγουσης

σμαραγουν

σμαραγουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σμαράγουμαι

(나는) 박힌다

σμαράγει, σμαράγῃ

(너는) 박힌다

σμαράγειται

(그는) 박힌다

쌍수 σμαράγεισθον

(너희 둘은) 박힌다

σμαράγεισθον

(그 둘은) 박힌다

복수 σμαραγοῦμεθα

(우리는) 박힌다

σμαράγεισθε

(너희는) 박힌다

σμαράγουνται

(그들은) 박힌다

접속법단수 σμαράγωμαι

(나는) 박히자

σμαράγῃ

(너는) 박히자

σμαράγηται

(그는) 박히자

쌍수 σμαράγησθον

(너희 둘은) 박히자

σμαράγησθον

(그 둘은) 박히자

복수 σμαραγώμεθα

(우리는) 박히자

σμαράγησθε

(너희는) 박히자

σμαράγωνται

(그들은) 박히자

기원법단수 σμαραγοίμην

(나는) 박히기를 (바라다)

σμαράγοιο

(너는) 박히기를 (바라다)

σμαράγοιτο

(그는) 박히기를 (바라다)

쌍수 σμαράγοισθον

(너희 둘은) 박히기를 (바라다)

σμαραγοίσθην

(그 둘은) 박히기를 (바라다)

복수 σμαραγοίμεθα

(우리는) 박히기를 (바라다)

σμαράγοισθε

(너희는) 박히기를 (바라다)

σμαράγοιντο

(그들은) 박히기를 (바라다)

명령법단수 σμαράγου

(너는) 박혀라

σμαραγεῖσθω

(그는) 박혀라

쌍수 σμαράγεισθον

(너희 둘은) 박혀라

σμαραγεῖσθων

(그 둘은) 박혀라

복수 σμαράγεισθε

(너희는) 박혀라

σμαραγεῖσθων, σμαραγεῖσθωσαν

(그들은) 박혀라

부정사 σμαράγεισθαι

박히는 것

분사 남성여성중성
σμαραγουμενος

σμαραγουμενου

σμαραγουμενη

σμαραγουμενης

σμαραγουμενον

σμαραγουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σμαραγήσω

(나는) 박겠다

σμαραγήσεις

(너는) 박겠다

σμαραγήσει

(그는) 박겠다

쌍수 σμαραγήσετον

(너희 둘은) 박겠다

σμαραγήσετον

(그 둘은) 박겠다

복수 σμαραγήσομεν

(우리는) 박겠다

σμαραγήσετε

(너희는) 박겠다

σμαραγήσουσιν*

(그들은) 박겠다

기원법단수 σμαραγήσοιμι

(나는) 박겠기를 (바라다)

σμαραγήσοις

(너는) 박겠기를 (바라다)

σμαραγήσοι

(그는) 박겠기를 (바라다)

쌍수 σμαραγήσοιτον

(너희 둘은) 박겠기를 (바라다)

σμαραγησοίτην

(그 둘은) 박겠기를 (바라다)

복수 σμαραγήσοιμεν

(우리는) 박겠기를 (바라다)

σμαραγήσοιτε

(너희는) 박겠기를 (바라다)

σμαραγήσοιεν

(그들은) 박겠기를 (바라다)

부정사 σμαραγήσειν

박을 것

분사 남성여성중성
σμαραγησων

σμαραγησοντος

σμαραγησουσα

σμαραγησουσης

σμαραγησον

σμαραγησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σμαραγήσομαι

(나는) 박히겠다

σμαραγήσει, σμαραγήσῃ

(너는) 박히겠다

σμαραγήσεται

(그는) 박히겠다

쌍수 σμαραγήσεσθον

(너희 둘은) 박히겠다

σμαραγήσεσθον

(그 둘은) 박히겠다

복수 σμαραγησόμεθα

(우리는) 박히겠다

σμαραγήσεσθε

(너희는) 박히겠다

σμαραγήσονται

(그들은) 박히겠다

기원법단수 σμαραγησοίμην

(나는) 박히겠기를 (바라다)

σμαραγήσοιο

(너는) 박히겠기를 (바라다)

σμαραγήσοιτο

(그는) 박히겠기를 (바라다)

쌍수 σμαραγήσοισθον

(너희 둘은) 박히겠기를 (바라다)

σμαραγησοίσθην

(그 둘은) 박히겠기를 (바라다)

복수 σμαραγησοίμεθα

(우리는) 박히겠기를 (바라다)

σμαραγήσοισθε

(너희는) 박히겠기를 (바라다)

σμαραγήσοιντο

(그들은) 박히겠기를 (바라다)

부정사 σμαραγήσεσθαι

박힐 것

분사 남성여성중성
σμαραγησομενος

σμαραγησομενου

σμαραγησομενη

σμαραγησομενης

σμαραγησομενον

σμαραγησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσμαρᾶγουν

(나는) 박고 있었다

ἐσμαρᾶγεις

(너는) 박고 있었다

ἐσμαρᾶγειν*

(그는) 박고 있었다

쌍수 ἐσμαράγειτον

(너희 둘은) 박고 있었다

ἐσμαραγεῖτην

(그 둘은) 박고 있었다

복수 ἐσμαράγουμεν

(우리는) 박고 있었다

ἐσμαράγειτε

(너희는) 박고 있었다

ἐσμαρᾶγουν

(그들은) 박고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσμαραγοῦμην

(나는) 박히고 있었다

ἐσμαράγου

(너는) 박히고 있었다

ἐσμαράγειτο

(그는) 박히고 있었다

쌍수 ἐσμαράγεισθον

(너희 둘은) 박히고 있었다

ἐσμαραγεῖσθην

(그 둘은) 박히고 있었다

복수 ἐσμαραγοῦμεθα

(우리는) 박히고 있었다

ἐσμαράγεισθε

(너희는) 박히고 있었다

ἐσμαράγουντο

(그들은) 박히고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION