헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κηραίνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κηραίνω

형태분석: κηραίν (어간) + ω (인칭어미)

어원: kh=r

  1. to be sick at heart, to be disquieted, anxious

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κηραίνω

κηραίνεις

κηραίνει

쌍수 κηραίνετον

κηραίνετον

복수 κηραίνομεν

κηραίνετε

κηραίνουσιν*

접속법단수 κηραίνω

κηραίνῃς

κηραίνῃ

쌍수 κηραίνητον

κηραίνητον

복수 κηραίνωμεν

κηραίνητε

κηραίνωσιν*

기원법단수 κηραίνοιμι

κηραίνοις

κηραίνοι

쌍수 κηραίνοιτον

κηραινοίτην

복수 κηραίνοιμεν

κηραίνοιτε

κηραίνοιεν

명령법단수 κήραινε

κηραινέτω

쌍수 κηραίνετον

κηραινέτων

복수 κηραίνετε

κηραινόντων, κηραινέτωσαν

부정사 κηραίνειν

분사 남성여성중성
κηραινων

κηραινοντος

κηραινουσα

κηραινουσης

κηραινον

κηραινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κηραίνομαι

κηραίνει, κηραίνῃ

κηραίνεται

쌍수 κηραίνεσθον

κηραίνεσθον

복수 κηραινόμεθα

κηραίνεσθε

κηραίνονται

접속법단수 κηραίνωμαι

κηραίνῃ

κηραίνηται

쌍수 κηραίνησθον

κηραίνησθον

복수 κηραινώμεθα

κηραίνησθε

κηραίνωνται

기원법단수 κηραινοίμην

κηραίνοιο

κηραίνοιτο

쌍수 κηραίνοισθον

κηραινοίσθην

복수 κηραινοίμεθα

κηραίνοισθε

κηραίνοιντο

명령법단수 κηραίνου

κηραινέσθω

쌍수 κηραίνεσθον

κηραινέσθων

복수 κηραίνεσθε

κηραινέσθων, κηραινέσθωσαν

부정사 κηραίνεσθαι

분사 남성여성중성
κηραινομενος

κηραινομενου

κηραινομενη

κηραινομενης

κηραινομενον

κηραινομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION