헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἑλκοποιέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἑλκοποιέω ἑλκοποιήσω

형태분석: ἑλκοποιέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to make wounds or sores, to rip up old sores

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἑλκοποίω

ἑλκοποίεις

ἑλκοποίει

쌍수 ἑλκοποίειτον

ἑλκοποίειτον

복수 ἑλκοποίουμεν

ἑλκοποίειτε

ἑλκοποίουσιν*

접속법단수 ἑλκοποίω

ἑλκοποίῃς

ἑλκοποίῃ

쌍수 ἑλκοποίητον

ἑλκοποίητον

복수 ἑλκοποίωμεν

ἑλκοποίητε

ἑλκοποίωσιν*

기원법단수 ἑλκοποίοιμι

ἑλκοποίοις

ἑλκοποίοι

쌍수 ἑλκοποίοιτον

ἑλκοποιοίτην

복수 ἑλκοποίοιμεν

ἑλκοποίοιτε

ἑλκοποίοιεν

명령법단수 ἑλκοποῖει

ἑλκοποιεῖτω

쌍수 ἑλκοποίειτον

ἑλκοποιεῖτων

복수 ἑλκοποίειτε

ἑλκοποιοῦντων, ἑλκοποιεῖτωσαν

부정사 ἑλκοποίειν

분사 남성여성중성
ἑλκοποιων

ἑλκοποιουντος

ἑλκοποιουσα

ἑλκοποιουσης

ἑλκοποιουν

ἑλκοποιουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἑλκοποίουμαι

ἑλκοποίει, ἑλκοποίῃ

ἑλκοποίειται

쌍수 ἑλκοποίεισθον

ἑλκοποίεισθον

복수 ἑλκοποιοῦμεθα

ἑλκοποίεισθε

ἑλκοποίουνται

접속법단수 ἑλκοποίωμαι

ἑλκοποίῃ

ἑλκοποίηται

쌍수 ἑλκοποίησθον

ἑλκοποίησθον

복수 ἑλκοποιώμεθα

ἑλκοποίησθε

ἑλκοποίωνται

기원법단수 ἑλκοποιοίμην

ἑλκοποίοιο

ἑλκοποίοιτο

쌍수 ἑλκοποίοισθον

ἑλκοποιοίσθην

복수 ἑλκοποιοίμεθα

ἑλκοποίοισθε

ἑλκοποίοιντο

명령법단수 ἑλκοποίου

ἑλκοποιεῖσθω

쌍수 ἑλκοποίεισθον

ἑλκοποιεῖσθων

복수 ἑλκοποίεισθε

ἑλκοποιεῖσθων, ἑλκοποιεῖσθωσαν

부정사 ἑλκοποίεισθαι

분사 남성여성중성
ἑλκοποιουμενος

ἑλκοποιουμενου

ἑλκοποιουμενη

ἑλκοποιουμενης

ἑλκοποιουμενον

ἑλκοποιουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἑλκοποιήσω

ἑλκοποιήσεις

ἑλκοποιήσει

쌍수 ἑλκοποιήσετον

ἑλκοποιήσετον

복수 ἑλκοποιήσομεν

ἑλκοποιήσετε

ἑλκοποιήσουσιν*

기원법단수 ἑλκοποιήσοιμι

ἑλκοποιήσοις

ἑλκοποιήσοι

쌍수 ἑλκοποιήσοιτον

ἑλκοποιησοίτην

복수 ἑλκοποιήσοιμεν

ἑλκοποιήσοιτε

ἑλκοποιήσοιεν

부정사 ἑλκοποιήσειν

분사 남성여성중성
ἑλκοποιησων

ἑλκοποιησοντος

ἑλκοποιησουσα

ἑλκοποιησουσης

ἑλκοποιησον

ἑλκοποιησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἑλκοποιήσομαι

ἑλκοποιήσει, ἑλκοποιήσῃ

ἑλκοποιήσεται

쌍수 ἑλκοποιήσεσθον

ἑλκοποιήσεσθον

복수 ἑλκοποιησόμεθα

ἑλκοποιήσεσθε

ἑλκοποιήσονται

기원법단수 ἑλκοποιησοίμην

ἑλκοποιήσοιο

ἑλκοποιήσοιτο

쌍수 ἑλκοποιήσοισθον

ἑλκοποιησοίσθην

복수 ἑλκοποιησοίμεθα

ἑλκοποιήσοισθε

ἑλκοποιήσοιντο

부정사 ἑλκοποιήσεσθαι

분사 남성여성중성
ἑλκοποιησομενος

ἑλκοποιησομενου

ἑλκοποιησομενη

ἑλκοποιησομενης

ἑλκοποιησομενον

ἑλκοποιησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION