헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ζωοθετέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ζωοθετέω ζωοθετήσω

형태분석: ζωοθετέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: ti/qhmi

  1. to make alive

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ζωοθέτω

ζωοθέτεις

ζωοθέτει

쌍수 ζωοθέτειτον

ζωοθέτειτον

복수 ζωοθέτουμεν

ζωοθέτειτε

ζωοθέτουσιν*

접속법단수 ζωοθέτω

ζωοθέτῃς

ζωοθέτῃ

쌍수 ζωοθέτητον

ζωοθέτητον

복수 ζωοθέτωμεν

ζωοθέτητε

ζωοθέτωσιν*

기원법단수 ζωοθέτοιμι

ζωοθέτοις

ζωοθέτοι

쌍수 ζωοθέτοιτον

ζωοθετοίτην

복수 ζωοθέτοιμεν

ζωοθέτοιτε

ζωοθέτοιεν

명령법단수 ζωοθε͂τει

ζωοθετεῖτω

쌍수 ζωοθέτειτον

ζωοθετεῖτων

복수 ζωοθέτειτε

ζωοθετοῦντων, ζωοθετεῖτωσαν

부정사 ζωοθέτειν

분사 남성여성중성
ζωοθετων

ζωοθετουντος

ζωοθετουσα

ζωοθετουσης

ζωοθετουν

ζωοθετουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ζωοθέτουμαι

ζωοθέτει, ζωοθέτῃ

ζωοθέτειται

쌍수 ζωοθέτεισθον

ζωοθέτεισθον

복수 ζωοθετοῦμεθα

ζωοθέτεισθε

ζωοθέτουνται

접속법단수 ζωοθέτωμαι

ζωοθέτῃ

ζωοθέτηται

쌍수 ζωοθέτησθον

ζωοθέτησθον

복수 ζωοθετώμεθα

ζωοθέτησθε

ζωοθέτωνται

기원법단수 ζωοθετοίμην

ζωοθέτοιο

ζωοθέτοιτο

쌍수 ζωοθέτοισθον

ζωοθετοίσθην

복수 ζωοθετοίμεθα

ζωοθέτοισθε

ζωοθέτοιντο

명령법단수 ζωοθέτου

ζωοθετεῖσθω

쌍수 ζωοθέτεισθον

ζωοθετεῖσθων

복수 ζωοθέτεισθε

ζωοθετεῖσθων, ζωοθετεῖσθωσαν

부정사 ζωοθέτεισθαι

분사 남성여성중성
ζωοθετουμενος

ζωοθετουμενου

ζωοθετουμενη

ζωοθετουμενης

ζωοθετουμενον

ζωοθετουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ζωοθετήσω

ζωοθετήσεις

ζωοθετήσει

쌍수 ζωοθετήσετον

ζωοθετήσετον

복수 ζωοθετήσομεν

ζωοθετήσετε

ζωοθετήσουσιν*

기원법단수 ζωοθετήσοιμι

ζωοθετήσοις

ζωοθετήσοι

쌍수 ζωοθετήσοιτον

ζωοθετησοίτην

복수 ζωοθετήσοιμεν

ζωοθετήσοιτε

ζωοθετήσοιεν

부정사 ζωοθετήσειν

분사 남성여성중성
ζωοθετησων

ζωοθετησοντος

ζωοθετησουσα

ζωοθετησουσης

ζωοθετησον

ζωοθετησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ζωοθετήσομαι

ζωοθετήσει, ζωοθετήσῃ

ζωοθετήσεται

쌍수 ζωοθετήσεσθον

ζωοθετήσεσθον

복수 ζωοθετησόμεθα

ζωοθετήσεσθε

ζωοθετήσονται

기원법단수 ζωοθετησοίμην

ζωοθετήσοιο

ζωοθετήσοιτο

쌍수 ζωοθετήσοισθον

ζωοθετησοίσθην

복수 ζωοθετησοίμεθα

ζωοθετήσοισθε

ζωοθετήσοιντο

부정사 ζωοθετήσεσθαι

분사 남성여성중성
ζωοθετησομενος

ζωοθετησομενου

ζωοθετησομενη

ζωοθετησομενης

ζωοθετησομενον

ζωοθετησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to make alive

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION