Ancient Greek-English Dictionary Language

ζοφερός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ζοφερός ζοφερή ζοφερόν

Structure: ζοφερ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: zo/fos

Sense

  1. dusky, gloomy

Examples

  • ζοφερᾶσ ὑγρότητοσ, ἣν θόλον καλοῦσιν, ὅταν καταλαμβάνηται, μεθίησιν ἔξω, τεχνωμένη, τῆσ θαλάττησ διαθολωθείσησ ποιήσασα περὶ αὑτὴν σκότοσ, ὑπεκδῦναι καὶ ἀποδρᾶναι τὴν τοῦ θηρεύοντοσ ὄψιν· (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 26 9:1)
  • ἀχλυώδουσ δὲ καὶ ζοφερᾶσ τῆσ ἡμέρασ γενομένησ, ἥ τε ὄψισ ἔσβεστο τῆσ ἐπιδείξεωσ, καὶ τὰ τοξεύματα πάντα ἀμβλύτερα ἦν ὡσ ἐν ἀέρι ὑγρῷ καὶ σκοτεινῷ. (Appian, The Foreign Wars, chapter 6 6:4)

Synonyms

  1. dusky

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION