- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ψεδνός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: psednos 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ψεδνός ψεδνή ψεδνόν

형태분석: ψεδν (어간) + ος (어미)

  1. 가는, 얇은, 파리한, 엷은
  2. 단순한, 순수한, 나체의, 벗겨진
  1. thin, spare, scanty
  2. bald-headed, bare , naked

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ψεδνός

가는 (이)가

ψεδνή

가는 (이)가

ψεδνόν

가는 (것)가

속격 ψεδνοῦ

가는 (이)의

ψεδνῆς

가는 (이)의

ψεδνοῦ

가는 (것)의

여격 ψεδνῷ

가는 (이)에게

ψεδνῇ

가는 (이)에게

ψεδνῷ

가는 (것)에게

대격 ψεδνόν

가는 (이)를

ψεδνήν

가는 (이)를

ψεδνόν

가는 (것)를

호격 ψεδνέ

가는 (이)야

ψεδνή

가는 (이)야

ψεδνόν

가는 (것)야

쌍수주/대/호 ψεδνώ

가는 (이)들이

ψεδνά

가는 (이)들이

ψεδνώ

가는 (것)들이

속/여 ψεδνοῖν

가는 (이)들의

ψεδναῖν

가는 (이)들의

ψεδνοῖν

가는 (것)들의

복수주격 ψεδνοί

가는 (이)들이

ψεδναί

가는 (이)들이

ψεδνά

가는 (것)들이

속격 ψεδνῶν

가는 (이)들의

ψεδνῶν

가는 (이)들의

ψεδνῶν

가는 (것)들의

여격 ψεδνοῖς

가는 (이)들에게

ψεδναῖς

가는 (이)들에게

ψεδνοῖς

가는 (것)들에게

대격 ψεδνούς

가는 (이)들을

ψεδνάς

가는 (이)들을

ψεδνά

가는 (것)들을

호격 ψεδνοί

가는 (이)들아

ψεδναί

가는 (이)들아

ψεδνά

가는 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ψεδνός

ψεδνοῦ

가는 (이)의

ψεδνότερος

ψεδνοτεροῦ

더 가는 (이)의

ψεδνότατος

ψεδνοτατοῦ

가장 가는 (이)의

부사 ψεδνώς

ψεδνότερον

ψεδνότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἑ`ν μὲν ἤδη τοῦτο ἔχω, ὅτι ὅμοιός εἰμί σοι καὶ οὐδὲν τηλικοῦτον διαφέρεις ἡλίκον σε Ὅμηρος ἐκεῖνος ὁ τυφλὸς ἐπῄνεσεν ἁπάντων εὐμορφότερον προσειπών, ἀλλ᾿ ὁ φοξὸς ἐγὼ καὶ ψεδνὸς οὐδὲν χείρων ἐφάνην τῷ δικαστῇ. (Lucian, Dialogi mortuorum, 2:7)

    (루키아노스, Dialogi mortuorum, 2:7)

  • εὐρεῖαι δὲ φλέβες οὐ πλημμύρῃ τοῦ αἵματος, ἀλλὰ τῷ τοῦ δέρματος πάχεϊ· οὐκ ἐς πολλὸν δὲ καὶ ἕδρα δήλη, τοῦ παντὸς εἰς ἶσον ὄχθον ἐγειρομένου· τρίχες ἐν μὲν τῷ παντὶ προτεθνήσκουσι, χερσὶ, μηροῖσι, κνήμῃσι, αὖθις, ἥβῃ, γενείοισι ἀραιαὶ, ψεδναὶ δὲ καὶ ἐπὶ τῇ κεφαλῇ κόμαι· τὸ δὲ μᾶλλον πρόωροι πολιοὶ καὶ φαλάκρωσις ἀθρόη. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 374)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 374)

  • χαῖται δ, οὐ μήλοις ἅτε που μαλακοὶ ἔπι μαλλοί, ψεδναὶ δ, ἀγροτέρων τρηχύτεραι χιμάρων. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 4302)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 4302)

  • αὐτὰρ ὕπερθε φοξὸς ἐήν κεφαλήν, ψεδνὴ δ ἐπενήνοθε λάχνη. (Homer, Iliad, Book 2 21:6)

    (호메로스, 일리아스, Book 2 21:6)

  • ἅ γ ἐστὶ ξηρότερα καὶ ψεδνότερα παντὸς οὗ τις ἂν εἰκάζων εὑρ´οι, ὥστ ἔν γε τῇ Ἀραβικῇ καὶ ἡ περιβόητος αὕτη λιθοτομία ἡ πορφυρῖτίς ἐστιν: (Aristides, Aelius, Orationes, 19:7)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 19:7)

유의어

  1. 단순한

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION