헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χωρογραφέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χωρογραφέω χωρογραφήσω

형태분석: χωρογραφέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from xwrogra/fos

  1. to describe countries

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χωρογράφω

χωρογράφεις

χωρογράφει

쌍수 χωρογράφειτον

χωρογράφειτον

복수 χωρογράφουμεν

χωρογράφειτε

χωρογράφουσιν*

접속법단수 χωρογράφω

χωρογράφῃς

χωρογράφῃ

쌍수 χωρογράφητον

χωρογράφητον

복수 χωρογράφωμεν

χωρογράφητε

χωρογράφωσιν*

기원법단수 χωρογράφοιμι

χωρογράφοις

χωρογράφοι

쌍수 χωρογράφοιτον

χωρογραφοίτην

복수 χωρογράφοιμεν

χωρογράφοιτε

χωρογράφοιεν

명령법단수 χωρογρᾶφει

χωρογραφεῖτω

쌍수 χωρογράφειτον

χωρογραφεῖτων

복수 χωρογράφειτε

χωρογραφοῦντων, χωρογραφεῖτωσαν

부정사 χωρογράφειν

분사 남성여성중성
χωρογραφων

χωρογραφουντος

χωρογραφουσα

χωρογραφουσης

χωρογραφουν

χωρογραφουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χωρογράφουμαι

χωρογράφει, χωρογράφῃ

χωρογράφειται

쌍수 χωρογράφεισθον

χωρογράφεισθον

복수 χωρογραφοῦμεθα

χωρογράφεισθε

χωρογράφουνται

접속법단수 χωρογράφωμαι

χωρογράφῃ

χωρογράφηται

쌍수 χωρογράφησθον

χωρογράφησθον

복수 χωρογραφώμεθα

χωρογράφησθε

χωρογράφωνται

기원법단수 χωρογραφοίμην

χωρογράφοιο

χωρογράφοιτο

쌍수 χωρογράφοισθον

χωρογραφοίσθην

복수 χωρογραφοίμεθα

χωρογράφοισθε

χωρογράφοιντο

명령법단수 χωρογράφου

χωρογραφεῖσθω

쌍수 χωρογράφεισθον

χωρογραφεῖσθων

복수 χωρογράφεισθε

χωρογραφεῖσθων, χωρογραφεῖσθωσαν

부정사 χωρογράφεισθαι

분사 남성여성중성
χωρογραφουμενος

χωρογραφουμενου

χωρογραφουμενη

χωρογραφουμενης

χωρογραφουμενον

χωρογραφουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χωρογραφήσω

χωρογραφήσεις

χωρογραφήσει

쌍수 χωρογραφήσετον

χωρογραφήσετον

복수 χωρογραφήσομεν

χωρογραφήσετε

χωρογραφήσουσιν*

기원법단수 χωρογραφήσοιμι

χωρογραφήσοις

χωρογραφήσοι

쌍수 χωρογραφήσοιτον

χωρογραφησοίτην

복수 χωρογραφήσοιμεν

χωρογραφήσοιτε

χωρογραφήσοιεν

부정사 χωρογραφήσειν

분사 남성여성중성
χωρογραφησων

χωρογραφησοντος

χωρογραφησουσα

χωρογραφησουσης

χωρογραφησον

χωρογραφησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χωρογραφήσομαι

χωρογραφήσει, χωρογραφήσῃ

χωρογραφήσεται

쌍수 χωρογραφήσεσθον

χωρογραφήσεσθον

복수 χωρογραφησόμεθα

χωρογραφήσεσθε

χωρογραφήσονται

기원법단수 χωρογραφησοίμην

χωρογραφήσοιο

χωρογραφήσοιτο

쌍수 χωρογραφήσοισθον

χωρογραφησοίσθην

복수 χωρογραφησοίμεθα

χωρογραφήσοισθε

χωρογραφήσοιντο

부정사 χωρογραφήσεσθαι

분사 남성여성중성
χωρογραφησομενος

χωρογραφησομενου

χωρογραφησομενη

χωρογραφησομενης

χωρογραφησομενον

χωρογραφησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to describe countries

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION