Ancient Greek-English Dictionary Language

χρηματικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: χρηματικός χρηματική χρηματικόν

Structure: χρηματικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: xrh=ma

Sense

  1. of or for money, money, money, the moneyed men

Examples

  • ἐπεὶ τήν γε χρηματικήν, ὥσ φησιν ὁ Μένανδροσ, εἷσ ἂν φίλοσ ἀπαλλάξειεν εὐεργετήσασ· (Plutarch, De cupiditate divitiarum, section 4 3:1)
  • ὁρ́α δὴ ὅσον ἐλευθεριότητι καὶ κάλλει τὰ χρηματικὰ δῶρα λείπεται τῶν ἀπὸ λόγου σοφίασ, ἃ καὶ διδόναι καλόν ἐστι καὶ διδόντασ ἀνταιτεῖν ὅμοια παρὰ τῶν λαμβανόντων. (Plutarch, De E apud Delphos, section 1 3:1)
  • τῆσ δὲ χρηματικῆσ ζημίασ αὐτῷ μενούσησ οὐ γὰρ ἐξῆν χάριτι λῦσαι καταδίκην ἐσοφίσαντο πρὸσ τὸν νόμον. (Plutarch, Demosthenes, chapter 27 6:1)
  • κλεῖδασ ὠνεῖται καὶ ἀποθήκασ φυλάττει χρηματικὸσ ἀνήρ πλούτου διοίγων θάλαμον ἥδιστον χερί· (Plutarch, De communibus notitiis adversus Stoicos, section 22 5:1)
  • τὰ δὲ μικρὰ καὶ χρηματικὰ συμβόλαια καὶ μεταπίπτοντα ταῖσ χρείαισ ἄλλοτε ἄλλωσ, βέλτιον ἦν μὴ καταλαμβάνειν ἐγγράφοισ ἀνάγκαισ μηδὲ ἀκινήτοισ ἔθεσιν, ἀλλ’ ἐᾶν ἐπὶ τῶν καιρῶν, προσθέσεισ λαμβάνοντα καὶ ἀφαιρέσεισ, ἃσ ἂν οἱ πεπαιδευμένοι δοκιμάσωσι. (Plutarch, Lycurgus, chapter 13 2:1)

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION