헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χρεμετίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χρεμετίζω χρεμετίσω

형태분석: χρεμετίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: Formed from the sound.

  1. 히힝 울다, 말처럼 울다, 울다
  1. to neigh, whinny

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χρεμετίζω

(나는) 히힝 운다

χρεμετίζεις

(너는) 히힝 운다

χρεμετίζει

(그는) 히힝 운다

쌍수 χρεμετίζετον

(너희 둘은) 히힝 운다

χρεμετίζετον

(그 둘은) 히힝 운다

복수 χρεμετίζομεν

(우리는) 히힝 운다

χρεμετίζετε

(너희는) 히힝 운다

χρεμετίζουσιν*

(그들은) 히힝 운다

접속법단수 χρεμετίζω

(나는) 히힝 울자

χρεμετίζῃς

(너는) 히힝 울자

χρεμετίζῃ

(그는) 히힝 울자

쌍수 χρεμετίζητον

(너희 둘은) 히힝 울자

χρεμετίζητον

(그 둘은) 히힝 울자

복수 χρεμετίζωμεν

(우리는) 히힝 울자

χρεμετίζητε

(너희는) 히힝 울자

χρεμετίζωσιν*

(그들은) 히힝 울자

기원법단수 χρεμετίζοιμι

(나는) 히힝 울기를 (바라다)

χρεμετίζοις

(너는) 히힝 울기를 (바라다)

χρεμετίζοι

(그는) 히힝 울기를 (바라다)

쌍수 χρεμετίζοιτον

(너희 둘은) 히힝 울기를 (바라다)

χρεμετιζοίτην

(그 둘은) 히힝 울기를 (바라다)

복수 χρεμετίζοιμεν

(우리는) 히힝 울기를 (바라다)

χρεμετίζοιτε

(너희는) 히힝 울기를 (바라다)

χρεμετίζοιεν

(그들은) 히힝 울기를 (바라다)

명령법단수 χρεμέτιζε

(너는) 히힝 울어라

χρεμετιζέτω

(그는) 히힝 울어라

쌍수 χρεμετίζετον

(너희 둘은) 히힝 울어라

χρεμετιζέτων

(그 둘은) 히힝 울어라

복수 χρεμετίζετε

(너희는) 히힝 울어라

χρεμετιζόντων, χρεμετιζέτωσαν

(그들은) 히힝 울어라

부정사 χρεμετίζειν

히힝 우는 것

분사 남성여성중성
χρεμετιζων

χρεμετιζοντος

χρεμετιζουσα

χρεμετιζουσης

χρεμετιζον

χρεμετιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χρεμετίζομαι

(나는) 히힝 울려진다

χρεμετίζει, χρεμετίζῃ

(너는) 히힝 울려진다

χρεμετίζεται

(그는) 히힝 울려진다

쌍수 χρεμετίζεσθον

(너희 둘은) 히힝 울려진다

χρεμετίζεσθον

(그 둘은) 히힝 울려진다

복수 χρεμετιζόμεθα

(우리는) 히힝 울려진다

χρεμετίζεσθε

(너희는) 히힝 울려진다

χρεμετίζονται

(그들은) 히힝 울려진다

접속법단수 χρεμετίζωμαι

(나는) 히힝 울려지자

χρεμετίζῃ

(너는) 히힝 울려지자

χρεμετίζηται

(그는) 히힝 울려지자

쌍수 χρεμετίζησθον

(너희 둘은) 히힝 울려지자

χρεμετίζησθον

(그 둘은) 히힝 울려지자

복수 χρεμετιζώμεθα

(우리는) 히힝 울려지자

χρεμετίζησθε

(너희는) 히힝 울려지자

χρεμετίζωνται

(그들은) 히힝 울려지자

기원법단수 χρεμετιζοίμην

(나는) 히힝 울려지기를 (바라다)

χρεμετίζοιο

(너는) 히힝 울려지기를 (바라다)

χρεμετίζοιτο

(그는) 히힝 울려지기를 (바라다)

쌍수 χρεμετίζοισθον

(너희 둘은) 히힝 울려지기를 (바라다)

χρεμετιζοίσθην

(그 둘은) 히힝 울려지기를 (바라다)

복수 χρεμετιζοίμεθα

(우리는) 히힝 울려지기를 (바라다)

χρεμετίζοισθε

(너희는) 히힝 울려지기를 (바라다)

χρεμετίζοιντο

(그들은) 히힝 울려지기를 (바라다)

명령법단수 χρεμετίζου

(너는) 히힝 울려져라

χρεμετιζέσθω

(그는) 히힝 울려져라

쌍수 χρεμετίζεσθον

(너희 둘은) 히힝 울려져라

χρεμετιζέσθων

(그 둘은) 히힝 울려져라

복수 χρεμετίζεσθε

(너희는) 히힝 울려져라

χρεμετιζέσθων, χρεμετιζέσθωσαν

(그들은) 히힝 울려져라

부정사 χρεμετίζεσθαι

히힝 울려지는 것

분사 남성여성중성
χρεμετιζομενος

χρεμετιζομενου

χρεμετιζομενη

χρεμετιζομενης

χρεμετιζομενον

χρεμετιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χρεμετίσω

(나는) 히힝 울겠다

χρεμετίσεις

(너는) 히힝 울겠다

χρεμετίσει

(그는) 히힝 울겠다

쌍수 χρεμετίσετον

(너희 둘은) 히힝 울겠다

χρεμετίσετον

(그 둘은) 히힝 울겠다

복수 χρεμετίσομεν

(우리는) 히힝 울겠다

χρεμετίσετε

(너희는) 히힝 울겠다

χρεμετίσουσιν*

(그들은) 히힝 울겠다

기원법단수 χρεμετίσοιμι

(나는) 히힝 울겠기를 (바라다)

χρεμετίσοις

(너는) 히힝 울겠기를 (바라다)

χρεμετίσοι

(그는) 히힝 울겠기를 (바라다)

쌍수 χρεμετίσοιτον

(너희 둘은) 히힝 울겠기를 (바라다)

χρεμετισοίτην

(그 둘은) 히힝 울겠기를 (바라다)

복수 χρεμετίσοιμεν

(우리는) 히힝 울겠기를 (바라다)

χρεμετίσοιτε

(너희는) 히힝 울겠기를 (바라다)

χρεμετίσοιεν

(그들은) 히힝 울겠기를 (바라다)

부정사 χρεμετίσειν

히힝 울 것

분사 남성여성중성
χρεμετισων

χρεμετισοντος

χρεμετισουσα

χρεμετισουσης

χρεμετισον

χρεμετισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χρεμετίσομαι

(나는) 히힝 울려지겠다

χρεμετίσει, χρεμετίσῃ

(너는) 히힝 울려지겠다

χρεμετίσεται

(그는) 히힝 울려지겠다

쌍수 χρεμετίσεσθον

(너희 둘은) 히힝 울려지겠다

χρεμετίσεσθον

(그 둘은) 히힝 울려지겠다

복수 χρεμετισόμεθα

(우리는) 히힝 울려지겠다

χρεμετίσεσθε

(너희는) 히힝 울려지겠다

χρεμετίσονται

(그들은) 히힝 울려지겠다

기원법단수 χρεμετισοίμην

(나는) 히힝 울려지겠기를 (바라다)

χρεμετίσοιο

(너는) 히힝 울려지겠기를 (바라다)

χρεμετίσοιτο

(그는) 히힝 울려지겠기를 (바라다)

쌍수 χρεμετίσοισθον

(너희 둘은) 히힝 울려지겠기를 (바라다)

χρεμετισοίσθην

(그 둘은) 히힝 울려지겠기를 (바라다)

복수 χρεμετισοίμεθα

(우리는) 히힝 울려지겠기를 (바라다)

χρεμετίσοισθε

(너희는) 히힝 울려지겠기를 (바라다)

χρεμετίσοιντο

(그들은) 히힝 울려지겠기를 (바라다)

부정사 χρεμετίσεσθαι

히힝 울려질 것

분사 남성여성중성
χρεμετισομενος

χρεμετισομενου

χρεμετισομενη

χρεμετισομενης

χρεμετισομενον

χρεμετισομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐχρεμέτιζον

(나는) 히힝 울고 있었다

ἐχρεμέτιζες

(너는) 히힝 울고 있었다

ἐχρεμέτιζεν*

(그는) 히힝 울고 있었다

쌍수 ἐχρεμετίζετον

(너희 둘은) 히힝 울고 있었다

ἐχρεμετιζέτην

(그 둘은) 히힝 울고 있었다

복수 ἐχρεμετίζομεν

(우리는) 히힝 울고 있었다

ἐχρεμετίζετε

(너희는) 히힝 울고 있었다

ἐχρεμέτιζον

(그들은) 히힝 울고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐχρεμετιζόμην

(나는) 히힝 울려지고 있었다

ἐχρεμετίζου

(너는) 히힝 울려지고 있었다

ἐχρεμετίζετο

(그는) 히힝 울려지고 있었다

쌍수 ἐχρεμετίζεσθον

(너희 둘은) 히힝 울려지고 있었다

ἐχρεμετιζέσθην

(그 둘은) 히힝 울려지고 있었다

복수 ἐχρεμετιζόμεθα

(우리는) 히힝 울려지고 있었다

ἐχρεμετίζεσθε

(너희는) 히힝 울려지고 있었다

ἐχρεμετίζοντο

(그들은) 히힝 울려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἵπποσ εἰσ ὀχείαν ὡσ φίλοσ μωκόσ, ὑποκάτω παντὸσ ἐπικαθημένου χρεμετίζει. (Septuagint, Liber Sirach 33:6)

    (70인역 성경, Liber Sirach 33:6)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION