Ancient Greek-English Dictionary Language

χοιραδώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: χοιραδώδης χοιραδώδες

Structure: χοιραδωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. full of, rocky

Examples

  • εἰκόσ ἐστι τοῖσ ἀστραπαίοισ καὶ κεραυνίοισ ὕδασι καὶ πνεύμασι καὶ θερμότησιν εἰσ βάθοσ ἐλαυνομέναισ τὴν γῆν στρέφεσθαι καὶ συστροφὰσ ἴσχειν τοιαύτασ καὶ χαυνότητασ, ὥσπερ ἐν τοῖσ σώμασι τὰ χοιραδώδη καὶ ἀδενώδη φύματα θερμότητέσ τινεσ καὶ ὑγρότητεσ αἱματώδεισ ἐνδημιουργοῦσιν. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 4, 13:1)
  • ἔχει δ’ ὁ κόλποσ νησίδια τρία καὶ προσβραχῆ τινα καὶ χοιραδώδη ὀλίγα κατὰ τὸν παράπλουν. (Strabo, Geography, Book 7, chapter 4 2:7)

Synonyms

  1. full of

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION