Ancient Greek-English Dictionary Language

χήρειος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: χήρειος χήρειᾱ χήρειον

Structure: χηρει (Stem) + ος (Ending)

Etym.: xh/ra

Sense

  1. widowed

Examples

  • μὴ φοβοῦ, ὅτι κατῃσχύνθησ, μηδὲ ἐντραπῇσ, ὅτι ὠνειδίσθησ. ὅτι αἰσχύνην αἰώνιον ἐπιλήσῃ καὶ ὄνειδοσ τῆσ χηρείασ σου οὐ μὴ μνησθήσῃ ἔτι. (Septuagint, Liber Isaiae 54:4)
  • καὶ τὰσ φιλάνδρουσ ἐνστάσεισ πρὸσ τὴν φύσιν κλονοῦσαν ἀστήρικτα χηρείασ βίᾳ, ἀντεμπλοκῇ δὲ κρειττόνων ἡττωμένην ἀφ’ ὧν τὰ φαιδρὰ στέμματα πρὸσ ἀξίαν μόνανδρον ἐκλάμποντα τὴν παρρησίαν Ἄννησ ἀμαυροῦν οὐ δυνήσεται τάφοσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 15, chapter 33 1:1)

Synonyms

  1. widowed

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION