고전 발음: [] 신약 발음: []
기본형: χερνητικός χερνητική χερνητικόν
남성 | 여성 | 중성 | ||
---|---|---|---|---|
단수 | 주격 | χερνητικός (이)가 | χερνητική (이)가 | χερνητικόν (것)가 |
속격 | χερνητικοῦ (이)의 | χερνητικῆς (이)의 | χερνητικοῦ (것)의 | |
여격 | χερνητικῷ (이)에게 | χερνητικῇ (이)에게 | χερνητικῷ (것)에게 | |
대격 | χερνητικόν (이)를 | χερνητικήν (이)를 | χερνητικόν (것)를 | |
호격 | χερνητικέ (이)야 | χερνητική (이)야 | χερνητικόν (것)야 | |
쌍수 | 주/대/호 | χερνητικώ (이)들이 | χερνητικᾱ́ (이)들이 | χερνητικώ (것)들이 |
속/여 | χερνητικοῖν (이)들의 | χερνητικαῖν (이)들의 | χερνητικοῖν (것)들의 | |
복수 | 주격 | χερνητικοί (이)들이 | χερνητικαί (이)들이 | χερνητικά (것)들이 |
속격 | χερνητικῶν (이)들의 | χερνητικῶν (이)들의 | χερνητικῶν (것)들의 | |
여격 | χερνητικοῖς (이)들에게 | χερνητικαῖς (이)들에게 | χερνητικοῖς (것)들에게 | |
대격 | χερνητικούς (이)들을 | χερνητικᾱ́ς (이)들을 | χερνητικά (것)들을 | |
호격 | χερνητικοί (이)들아 | χερνητικαί (이)들아 | χερνητικά (것)들아 |
원급 | 비교급 | 최상급 | |
---|---|---|---|
형용사 |
χερνητικός χερνητικοῦ (이)의 |
χερνητικότερος χερνητικοτεροῦ 더 (이)의 |
χερνητικότατος χερνητικοτατοῦ 가장 (이)의 |
부사 | χερνητικώς | χερνητικότερον | χερνητικότατα |
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기고전 발음: [] 신약 발음: []
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기