헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χειροποιέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χειροποιέω

형태분석: χειροποιέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to make by hand, perpetrates

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χειροποίω

χειροποίεις

χειροποίει

쌍수 χειροποίειτον

χειροποίειτον

복수 χειροποίουμεν

χειροποίειτε

χειροποίουσιν*

접속법단수 χειροποίω

χειροποίῃς

χειροποίῃ

쌍수 χειροποίητον

χειροποίητον

복수 χειροποίωμεν

χειροποίητε

χειροποίωσιν*

기원법단수 χειροποίοιμι

χειροποίοις

χειροποίοι

쌍수 χειροποίοιτον

χειροποιοίτην

복수 χειροποίοιμεν

χειροποίοιτε

χειροποίοιεν

명령법단수 χειροποῖει

χειροποιεῖτω

쌍수 χειροποίειτον

χειροποιεῖτων

복수 χειροποίειτε

χειροποιοῦντων, χειροποιεῖτωσαν

부정사 χειροποίειν

분사 남성여성중성
χειροποιων

χειροποιουντος

χειροποιουσα

χειροποιουσης

χειροποιουν

χειροποιουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χειροποίουμαι

χειροποίει, χειροποίῃ

χειροποίειται

쌍수 χειροποίεισθον

χειροποίεισθον

복수 χειροποιοῦμεθα

χειροποίεισθε

χειροποίουνται

접속법단수 χειροποίωμαι

χειροποίῃ

χειροποίηται

쌍수 χειροποίησθον

χειροποίησθον

복수 χειροποιώμεθα

χειροποίησθε

χειροποίωνται

기원법단수 χειροποιοίμην

χειροποίοιο

χειροποίοιτο

쌍수 χειροποίοισθον

χειροποιοίσθην

복수 χειροποιοίμεθα

χειροποίοισθε

χειροποίοιντο

명령법단수 χειροποίου

χειροποιεῖσθω

쌍수 χειροποίεισθον

χειροποιεῖσθων

복수 χειροποίεισθε

χειροποιεῖσθων, χειροποιεῖσθωσαν

부정사 χειροποίεισθαι

분사 남성여성중성
χειροποιουμενος

χειροποιουμενου

χειροποιουμενη

χειροποιουμενης

χειροποιουμενον

χειροποιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to make by hand

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION