헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χαριεντίζομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χαριεντίζομαι

형태분석: χαριεντίζ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 희롱하다
  1. to be witty, to jest, to jest

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χαριεντίζομαι

(나는) 희롱한다

χαριεντίζει, χαριεντίζῃ

(너는) 희롱한다

χαριεντίζεται

(그는) 희롱한다

쌍수 χαριεντίζεσθον

(너희 둘은) 희롱한다

χαριεντίζεσθον

(그 둘은) 희롱한다

복수 χαριεντιζόμεθα

(우리는) 희롱한다

χαριεντίζεσθε

(너희는) 희롱한다

χαριεντίζονται

(그들은) 희롱한다

접속법단수 χαριεντίζωμαι

(나는) 희롱하자

χαριεντίζῃ

(너는) 희롱하자

χαριεντίζηται

(그는) 희롱하자

쌍수 χαριεντίζησθον

(너희 둘은) 희롱하자

χαριεντίζησθον

(그 둘은) 희롱하자

복수 χαριεντιζώμεθα

(우리는) 희롱하자

χαριεντίζησθε

(너희는) 희롱하자

χαριεντίζωνται

(그들은) 희롱하자

기원법단수 χαριεντιζοίμην

(나는) 희롱하기를 (바라다)

χαριεντίζοιο

(너는) 희롱하기를 (바라다)

χαριεντίζοιτο

(그는) 희롱하기를 (바라다)

쌍수 χαριεντίζοισθον

(너희 둘은) 희롱하기를 (바라다)

χαριεντιζοίσθην

(그 둘은) 희롱하기를 (바라다)

복수 χαριεντιζοίμεθα

(우리는) 희롱하기를 (바라다)

χαριεντίζοισθε

(너희는) 희롱하기를 (바라다)

χαριεντίζοιντο

(그들은) 희롱하기를 (바라다)

명령법단수 χαριεντίζου

(너는) 희롱해라

χαριεντιζέσθω

(그는) 희롱해라

쌍수 χαριεντίζεσθον

(너희 둘은) 희롱해라

χαριεντιζέσθων

(그 둘은) 희롱해라

복수 χαριεντίζεσθε

(너희는) 희롱해라

χαριεντιζέσθων, χαριεντιζέσθωσαν

(그들은) 희롱해라

부정사 χαριεντίζεσθαι

희롱하는 것

분사 남성여성중성
χαριεντιζομενος

χαριεντιζομενου

χαριεντιζομενη

χαριεντιζομενης

χαριεντιζομενον

χαριεντιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐχαριεντιζόμην

(나는) 희롱하고 있었다

ἐχαριεντίζου

(너는) 희롱하고 있었다

ἐχαριεντίζετο

(그는) 희롱하고 있었다

쌍수 ἐχαριεντίζεσθον

(너희 둘은) 희롱하고 있었다

ἐχαριεντιζέσθην

(그 둘은) 희롱하고 있었다

복수 ἐχαριεντιζόμεθα

(우리는) 희롱하고 있었다

ἐχαριεντίζεσθε

(너희는) 희롱하고 있었다

ἐχαριεντίζοντο

(그들은) 희롱하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION