Ancient Greek-English Dictionary Language

ὠτακουστής

First declension Noun; Masculine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὠτακουστής ὠτακουστοῦ

Structure: ὠτακουστ (Stem) + ης (Ending)

Etym.: a)kou/w

Sense

  1. a listener, spy

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὠτακουστὰσ μὲν οὖν πρῶτοσ ἔσχεν ὁ νόθοσ Δαρεῖοσ ἀπιστῶν ἑαυτῷ καὶ πάντασ ὑφορώμενοσ καὶ δεδοικώσ, τοὺσ δὲ προσαγωγίδασ οἱ Διονύσιοι τοῖσ Συρακοσίοισ κατέμιξαν ὅθεν ἐν τῇ μεταβολῇ τῶν πραγμάτων τούτουσ πρώτουσ οἱ Συρακόσιοι συλλαμβάνοντεσ ἀπετυμπάνιζον. (Plutarch, De curiositate, section 162)
  • ὠτακουστὰσ μὲν οὖν πρῶτοσ ἔσχεν ὁ νέοσ Δαρεῖοσ ἀπιστῶν ἑαυτῷ καὶ πάντασ ὑφορώμενοσ καὶ δεδοικώσ· (Plutarch, De curiositate, section 15 6:2)
  • καὶ τὸ μὴ λανθάνειν πειρᾶσθαι ὅσα τυγχάνει τισ λέγων ἢ πράττων τῶν ἀρχομένων, ἀλλ’ εἶναι κατασκόπουσ, οἱο͂ν περὶ Συρακούσασ αἱ ποταγωγίδεσ καλούμεναι, καὶ οὓσ ὠτακουστὰσ ἐξέπεμπεν Ιἕρων, ὅπου τισ εἰή συνουσία καὶ σύλλογοσ παρρησιάζονταί τε γὰρ ἧττον, φοβούμενοι τοὺσ τοιούτουσ, κἂν παρρησιάζωνται, λανθάνουσιν ἧττον· (Aristotle, Politics, Book 5 281:1)

Synonyms

  1. a listener

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION