헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὠτακουστέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὠτακουστέω ὠτακουστήσω

형태분석: ὠτακουστέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from w)takousth/s

  1. 듣다, 주의를 기울이다, 경청하다, 귀를 기울이다
  1. to hearken to, listen, watch covertly

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὠτακούστω

(나는) 듣는다

ὠτακούστεις

(너는) 듣는다

ὠτακούστει

(그는) 듣는다

쌍수 ὠτακούστειτον

(너희 둘은) 듣는다

ὠτακούστειτον

(그 둘은) 듣는다

복수 ὠτακούστουμεν

(우리는) 듣는다

ὠτακούστειτε

(너희는) 듣는다

ὠτακούστουσιν*

(그들은) 듣는다

접속법단수 ὠτακούστω

(나는) 듣자

ὠτακούστῃς

(너는) 듣자

ὠτακούστῃ

(그는) 듣자

쌍수 ὠτακούστητον

(너희 둘은) 듣자

ὠτακούστητον

(그 둘은) 듣자

복수 ὠτακούστωμεν

(우리는) 듣자

ὠτακούστητε

(너희는) 듣자

ὠτακούστωσιν*

(그들은) 듣자

기원법단수 ὠτακούστοιμι

(나는) 듣기를 (바라다)

ὠτακούστοις

(너는) 듣기를 (바라다)

ὠτακούστοι

(그는) 듣기를 (바라다)

쌍수 ὠτακούστοιτον

(너희 둘은) 듣기를 (바라다)

ὠτακουστοίτην

(그 둘은) 듣기를 (바라다)

복수 ὠτακούστοιμεν

(우리는) 듣기를 (바라다)

ὠτακούστοιτε

(너희는) 듣기를 (바라다)

ὠτακούστοιεν

(그들은) 듣기를 (바라다)

명령법단수 ὠτακοῦστει

(너는) 들어라

ὠτακουστεῖτω

(그는) 들어라

쌍수 ὠτακούστειτον

(너희 둘은) 들어라

ὠτακουστεῖτων

(그 둘은) 들어라

복수 ὠτακούστειτε

(너희는) 들어라

ὠτακουστοῦντων, ὠτακουστεῖτωσαν

(그들은) 들어라

부정사 ὠτακούστειν

듣는 것

분사 남성여성중성
ὠτακουστων

ὠτακουστουντος

ὠτακουστουσα

ὠτακουστουσης

ὠτακουστουν

ὠτακουστουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὠτακούστουμαι

(나는) 들려진다

ὠτακούστει, ὠτακούστῃ

(너는) 들려진다

ὠτακούστειται

(그는) 들려진다

쌍수 ὠτακούστεισθον

(너희 둘은) 들려진다

ὠτακούστεισθον

(그 둘은) 들려진다

복수 ὠτακουστοῦμεθα

(우리는) 들려진다

ὠτακούστεισθε

(너희는) 들려진다

ὠτακούστουνται

(그들은) 들려진다

접속법단수 ὠτακούστωμαι

(나는) 들려지자

ὠτακούστῃ

(너는) 들려지자

ὠτακούστηται

(그는) 들려지자

쌍수 ὠτακούστησθον

(너희 둘은) 들려지자

ὠτακούστησθον

(그 둘은) 들려지자

복수 ὠτακουστώμεθα

(우리는) 들려지자

ὠτακούστησθε

(너희는) 들려지자

ὠτακούστωνται

(그들은) 들려지자

기원법단수 ὠτακουστοίμην

(나는) 들려지기를 (바라다)

ὠτακούστοιο

(너는) 들려지기를 (바라다)

ὠτακούστοιτο

(그는) 들려지기를 (바라다)

쌍수 ὠτακούστοισθον

(너희 둘은) 들려지기를 (바라다)

ὠτακουστοίσθην

(그 둘은) 들려지기를 (바라다)

복수 ὠτακουστοίμεθα

(우리는) 들려지기를 (바라다)

ὠτακούστοισθε

(너희는) 들려지기를 (바라다)

ὠτακούστοιντο

(그들은) 들려지기를 (바라다)

명령법단수 ὠτακούστου

(너는) 들려져라

ὠτακουστεῖσθω

(그는) 들려져라

쌍수 ὠτακούστεισθον

(너희 둘은) 들려져라

ὠτακουστεῖσθων

(그 둘은) 들려져라

복수 ὠτακούστεισθε

(너희는) 들려져라

ὠτακουστεῖσθων, ὠτακουστεῖσθωσαν

(그들은) 들려져라

부정사 ὠτακούστεισθαι

들려지는 것

분사 남성여성중성
ὠτακουστουμενος

ὠτακουστουμενου

ὠτακουστουμενη

ὠτακουστουμενης

ὠτακουστουμενον

ὠτακουστουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὠτακουστήσω

(나는) 듣겠다

ὠτακουστήσεις

(너는) 듣겠다

ὠτακουστήσει

(그는) 듣겠다

쌍수 ὠτακουστήσετον

(너희 둘은) 듣겠다

ὠτακουστήσετον

(그 둘은) 듣겠다

복수 ὠτακουστήσομεν

(우리는) 듣겠다

ὠτακουστήσετε

(너희는) 듣겠다

ὠτακουστήσουσιν*

(그들은) 듣겠다

기원법단수 ὠτακουστήσοιμι

(나는) 듣겠기를 (바라다)

ὠτακουστήσοις

(너는) 듣겠기를 (바라다)

ὠτακουστήσοι

(그는) 듣겠기를 (바라다)

쌍수 ὠτακουστήσοιτον

(너희 둘은) 듣겠기를 (바라다)

ὠτακουστησοίτην

(그 둘은) 듣겠기를 (바라다)

복수 ὠτακουστήσοιμεν

(우리는) 듣겠기를 (바라다)

ὠτακουστήσοιτε

(너희는) 듣겠기를 (바라다)

ὠτακουστήσοιεν

(그들은) 듣겠기를 (바라다)

부정사 ὠτακουστήσειν

들을 것

분사 남성여성중성
ὠτακουστησων

ὠτακουστησοντος

ὠτακουστησουσα

ὠτακουστησουσης

ὠτακουστησον

ὠτακουστησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὠτακουστήσομαι

(나는) 들려지겠다

ὠτακουστήσει, ὠτακουστήσῃ

(너는) 들려지겠다

ὠτακουστήσεται

(그는) 들려지겠다

쌍수 ὠτακουστήσεσθον

(너희 둘은) 들려지겠다

ὠτακουστήσεσθον

(그 둘은) 들려지겠다

복수 ὠτακουστησόμεθα

(우리는) 들려지겠다

ὠτακουστήσεσθε

(너희는) 들려지겠다

ὠτακουστήσονται

(그들은) 들려지겠다

기원법단수 ὠτακουστησοίμην

(나는) 들려지겠기를 (바라다)

ὠτακουστήσοιο

(너는) 들려지겠기를 (바라다)

ὠτακουστήσοιτο

(그는) 들려지겠기를 (바라다)

쌍수 ὠτακουστήσοισθον

(너희 둘은) 들려지겠기를 (바라다)

ὠτακουστησοίσθην

(그 둘은) 들려지겠기를 (바라다)

복수 ὠτακουστησοίμεθα

(우리는) 들려지겠기를 (바라다)

ὠτακουστήσοισθε

(너희는) 들려지겠기를 (바라다)

ὠτακουστήσοιντο

(그들은) 들려지겠기를 (바라다)

부정사 ὠτακουστήσεσθαι

들려질 것

분사 남성여성중성
ὠτακουστησομενος

ὠτακουστησομενου

ὠτακουστησομενη

ὠτακουστησομενης

ὠτακουστησομενον

ὠτακουστησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὠτακοῦστουν

(나는) 듣고 있었다

ὠτακοῦστεις

(너는) 듣고 있었다

ὠτακοῦστειν*

(그는) 듣고 있었다

쌍수 ὠτακούστειτον

(너희 둘은) 듣고 있었다

ὠτακουστεῖτην

(그 둘은) 듣고 있었다

복수 ὠτακούστουμεν

(우리는) 듣고 있었다

ὠτακούστειτε

(너희는) 듣고 있었다

ὠτακοῦστουν

(그들은) 듣고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὠτακουστοῦμην

(나는) 들려지고 있었다

ὠτακούστου

(너는) 들려지고 있었다

ὠτακούστειτο

(그는) 들려지고 있었다

쌍수 ὠτακούστεισθον

(너희 둘은) 들려지고 있었다

ὠτακουστεῖσθην

(그 둘은) 들려지고 있었다

복수 ὠτακουστοῦμεθα

(우리는) 들려지고 있었다

ὠτακούστεισθε

(너희는) 들려지고 있었다

ὠτακούστουντο

(그들은) 들려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 듣다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION