헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑποτρέμω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑποτρέμω

형태분석: ὑπο (접두사) + τρέμ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to tremble a little

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποτρέμω

ὑποτρέμεις

ὑποτρέμει

쌍수 ὑποτρέμετον

ὑποτρέμετον

복수 ὑποτρέμομεν

ὑποτρέμετε

ὑποτρέμουσιν*

접속법단수 ὑποτρέμω

ὑποτρέμῃς

ὑποτρέμῃ

쌍수 ὑποτρέμητον

ὑποτρέμητον

복수 ὑποτρέμωμεν

ὑποτρέμητε

ὑποτρέμωσιν*

기원법단수 ὑποτρέμοιμι

ὑποτρέμοις

ὑποτρέμοι

쌍수 ὑποτρέμοιτον

ὑποτρεμοίτην

복수 ὑποτρέμοιμεν

ὑποτρέμοιτε

ὑποτρέμοιεν

명령법단수 ὑποτρέμε

ὑποτρεμέτω

쌍수 ὑποτρέμετον

ὑποτρεμέτων

복수 ὑποτρέμετε

ὑποτρεμόντων, ὑποτρεμέτωσαν

부정사 ὑποτρέμειν

분사 남성여성중성
ὑποτρεμων

ὑποτρεμοντος

ὑποτρεμουσα

ὑποτρεμουσης

ὑποτρεμον

ὑποτρεμοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποτρέμομαι

ὑποτρέμει, ὑποτρέμῃ

ὑποτρέμεται

쌍수 ὑποτρέμεσθον

ὑποτρέμεσθον

복수 ὑποτρεμόμεθα

ὑποτρέμεσθε

ὑποτρέμονται

접속법단수 ὑποτρέμωμαι

ὑποτρέμῃ

ὑποτρέμηται

쌍수 ὑποτρέμησθον

ὑποτρέμησθον

복수 ὑποτρεμώμεθα

ὑποτρέμησθε

ὑποτρέμωνται

기원법단수 ὑποτρεμοίμην

ὑποτρέμοιο

ὑποτρέμοιτο

쌍수 ὑποτρέμοισθον

ὑποτρεμοίσθην

복수 ὑποτρεμοίμεθα

ὑποτρέμοισθε

ὑποτρέμοιντο

명령법단수 ὑποτρέμου

ὑποτρεμέσθω

쌍수 ὑποτρέμεσθον

ὑποτρεμέσθων

복수 ὑποτρέμεσθε

ὑποτρεμέσθων, ὑποτρεμέσθωσαν

부정사 ὑποτρέμεσθαι

분사 남성여성중성
ὑποτρεμομενος

ὑποτρεμομενου

ὑποτρεμομενη

ὑποτρεμομενης

ὑποτρεμομενον

ὑποτρεμομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to tremble a little

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION