헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑποκινέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑποκινέω ὑποκινήσω

형태분석: ὑποκινέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 쓰다듬다, 어루만지다
  1. to move lightly
  2. to urge gently on
  3. to move a little, stir a finger
  4. to be deranged

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποκινῶ

(나는) 쓰다듬는다

ὑποκινεῖς

(너는) 쓰다듬는다

ὑποκινεῖ

(그는) 쓰다듬는다

쌍수 ὑποκινεῖτον

(너희 둘은) 쓰다듬는다

ὑποκινεῖτον

(그 둘은) 쓰다듬는다

복수 ὑποκινοῦμεν

(우리는) 쓰다듬는다

ὑποκινεῖτε

(너희는) 쓰다듬는다

ὑποκινοῦσιν*

(그들은) 쓰다듬는다

접속법단수 ὑποκινῶ

(나는) 쓰다듬자

ὑποκινῇς

(너는) 쓰다듬자

ὑποκινῇ

(그는) 쓰다듬자

쌍수 ὑποκινῆτον

(너희 둘은) 쓰다듬자

ὑποκινῆτον

(그 둘은) 쓰다듬자

복수 ὑποκινῶμεν

(우리는) 쓰다듬자

ὑποκινῆτε

(너희는) 쓰다듬자

ὑποκινῶσιν*

(그들은) 쓰다듬자

기원법단수 ὑποκινοῖμι

(나는) 쓰다듬기를 (바라다)

ὑποκινοῖς

(너는) 쓰다듬기를 (바라다)

ὑποκινοῖ

(그는) 쓰다듬기를 (바라다)

쌍수 ὑποκινοῖτον

(너희 둘은) 쓰다듬기를 (바라다)

ὑποκινοίτην

(그 둘은) 쓰다듬기를 (바라다)

복수 ὑποκινοῖμεν

(우리는) 쓰다듬기를 (바라다)

ὑποκινοῖτε

(너희는) 쓰다듬기를 (바라다)

ὑποκινοῖεν

(그들은) 쓰다듬기를 (바라다)

명령법단수 ὑποκίνει

(너는) 쓰다듬어라

ὑποκινείτω

(그는) 쓰다듬어라

쌍수 ὑποκινεῖτον

(너희 둘은) 쓰다듬어라

ὑποκινείτων

(그 둘은) 쓰다듬어라

복수 ὑποκινεῖτε

(너희는) 쓰다듬어라

ὑποκινούντων, ὑποκινείτωσαν

(그들은) 쓰다듬어라

부정사 ὑποκινεῖν

쓰다듬는 것

분사 남성여성중성
ὑποκινων

ὑποκινουντος

ὑποκινουσα

ὑποκινουσης

ὑποκινουν

ὑποκινουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποκινοῦμαι

(나는) 쓰다듬긴다

ὑποκινεῖ, ὑποκινῇ

(너는) 쓰다듬긴다

ὑποκινεῖται

(그는) 쓰다듬긴다

쌍수 ὑποκινεῖσθον

(너희 둘은) 쓰다듬긴다

ὑποκινεῖσθον

(그 둘은) 쓰다듬긴다

복수 ὑποκινούμεθα

(우리는) 쓰다듬긴다

ὑποκινεῖσθε

(너희는) 쓰다듬긴다

ὑποκινοῦνται

(그들은) 쓰다듬긴다

접속법단수 ὑποκινῶμαι

(나는) 쓰다듬기자

ὑποκινῇ

(너는) 쓰다듬기자

ὑποκινῆται

(그는) 쓰다듬기자

쌍수 ὑποκινῆσθον

(너희 둘은) 쓰다듬기자

ὑποκινῆσθον

(그 둘은) 쓰다듬기자

복수 ὑποκινώμεθα

(우리는) 쓰다듬기자

ὑποκινῆσθε

(너희는) 쓰다듬기자

ὑποκινῶνται

(그들은) 쓰다듬기자

기원법단수 ὑποκινοίμην

(나는) 쓰다듬기기를 (바라다)

ὑποκινοῖο

(너는) 쓰다듬기기를 (바라다)

ὑποκινοῖτο

(그는) 쓰다듬기기를 (바라다)

쌍수 ὑποκινοῖσθον

(너희 둘은) 쓰다듬기기를 (바라다)

ὑποκινοίσθην

(그 둘은) 쓰다듬기기를 (바라다)

복수 ὑποκινοίμεθα

(우리는) 쓰다듬기기를 (바라다)

ὑποκινοῖσθε

(너희는) 쓰다듬기기를 (바라다)

ὑποκινοῖντο

(그들은) 쓰다듬기기를 (바라다)

명령법단수 ὑποκινοῦ

(너는) 쓰다듬겨라

ὑποκινείσθω

(그는) 쓰다듬겨라

쌍수 ὑποκινεῖσθον

(너희 둘은) 쓰다듬겨라

ὑποκινείσθων

(그 둘은) 쓰다듬겨라

복수 ὑποκινεῖσθε

(너희는) 쓰다듬겨라

ὑποκινείσθων, ὑποκινείσθωσαν

(그들은) 쓰다듬겨라

부정사 ὑποκινεῖσθαι

쓰다듬기는 것

분사 남성여성중성
ὑποκινουμενος

ὑποκινουμενου

ὑποκινουμενη

ὑποκινουμενης

ὑποκινουμενον

ὑποκινουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποκινήσω

(나는) 쓰다듬겠다

ὑποκινήσεις

(너는) 쓰다듬겠다

ὑποκινήσει

(그는) 쓰다듬겠다

쌍수 ὑποκινήσετον

(너희 둘은) 쓰다듬겠다

ὑποκινήσετον

(그 둘은) 쓰다듬겠다

복수 ὑποκινήσομεν

(우리는) 쓰다듬겠다

ὑποκινήσετε

(너희는) 쓰다듬겠다

ὑποκινήσουσιν*

(그들은) 쓰다듬겠다

기원법단수 ὑποκινήσοιμι

(나는) 쓰다듬겠기를 (바라다)

ὑποκινήσοις

(너는) 쓰다듬겠기를 (바라다)

ὑποκινήσοι

(그는) 쓰다듬겠기를 (바라다)

쌍수 ὑποκινήσοιτον

(너희 둘은) 쓰다듬겠기를 (바라다)

ὑποκινησοίτην

(그 둘은) 쓰다듬겠기를 (바라다)

복수 ὑποκινήσοιμεν

(우리는) 쓰다듬겠기를 (바라다)

ὑποκινήσοιτε

(너희는) 쓰다듬겠기를 (바라다)

ὑποκινήσοιεν

(그들은) 쓰다듬겠기를 (바라다)

부정사 ὑποκινήσειν

쓰다듬을 것

분사 남성여성중성
ὑποκινησων

ὑποκινησοντος

ὑποκινησουσα

ὑποκινησουσης

ὑποκινησον

ὑποκινησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποκινήσομαι

(나는) 쓰다듬기겠다

ὑποκινήσει, ὑποκινήσῃ

(너는) 쓰다듬기겠다

ὑποκινήσεται

(그는) 쓰다듬기겠다

쌍수 ὑποκινήσεσθον

(너희 둘은) 쓰다듬기겠다

ὑποκινήσεσθον

(그 둘은) 쓰다듬기겠다

복수 ὑποκινησόμεθα

(우리는) 쓰다듬기겠다

ὑποκινήσεσθε

(너희는) 쓰다듬기겠다

ὑποκινήσονται

(그들은) 쓰다듬기겠다

기원법단수 ὑποκινησοίμην

(나는) 쓰다듬기겠기를 (바라다)

ὑποκινήσοιο

(너는) 쓰다듬기겠기를 (바라다)

ὑποκινήσοιτο

(그는) 쓰다듬기겠기를 (바라다)

쌍수 ὑποκινήσοισθον

(너희 둘은) 쓰다듬기겠기를 (바라다)

ὑποκινησοίσθην

(그 둘은) 쓰다듬기겠기를 (바라다)

복수 ὑποκινησοίμεθα

(우리는) 쓰다듬기겠기를 (바라다)

ὑποκινήσοισθε

(너희는) 쓰다듬기겠기를 (바라다)

ὑποκινήσοιντο

(그들은) 쓰다듬기겠기를 (바라다)

부정사 ὑποκινήσεσθαι

쓰다듬길 것

분사 남성여성중성
ὑποκινησομενος

ὑποκινησομενου

ὑποκινησομενη

ὑποκινησομενης

ὑποκινησομενον

ὑποκινησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ῡ̔ποκίνουν

(나는) 쓰다듬고 있었다

ῡ̔ποκίνεις

(너는) 쓰다듬고 있었다

ῡ̔ποκίνειν*

(그는) 쓰다듬고 있었다

쌍수 ῡ̔ποκινεῖτον

(너희 둘은) 쓰다듬고 있었다

ῡ̔ποκινείτην

(그 둘은) 쓰다듬고 있었다

복수 ῡ̔ποκινοῦμεν

(우리는) 쓰다듬고 있었다

ῡ̔ποκινεῖτε

(너희는) 쓰다듬고 있었다

ῡ̔ποκίνουν

(그들은) 쓰다듬고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ῡ̔ποκινούμην

(나는) 쓰다듬기고 있었다

ῡ̔ποκινοῦ

(너는) 쓰다듬기고 있었다

ῡ̔ποκινεῖτο

(그는) 쓰다듬기고 있었다

쌍수 ῡ̔ποκινεῖσθον

(너희 둘은) 쓰다듬기고 있었다

ῡ̔ποκινείσθην

(그 둘은) 쓰다듬기고 있었다

복수 ῡ̔ποκινούμεθα

(우리는) 쓰다듬기고 있었다

ῡ̔ποκινεῖσθε

(너희는) 쓰다듬기고 있었다

ῡ̔ποκινοῦντο

(그들은) 쓰다듬기고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 쓰다듬다

  2. to urge gently on

  3. to move a little

  4. to be deranged

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION