헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑποβαρβαρίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑποβαρβαρίζω

형태분석: ὑπο (접두사) + βαρβαρίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to speak a little like a foreigner, speak rather broken

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποβαρβαρίζω

ὑποβαρβαρίζεις

ὑποβαρβαρίζει

쌍수 ὑποβαρβαρίζετον

ὑποβαρβαρίζετον

복수 ὑποβαρβαρίζομεν

ὑποβαρβαρίζετε

ὑποβαρβαρίζουσιν*

접속법단수 ὑποβαρβαρίζω

ὑποβαρβαρίζῃς

ὑποβαρβαρίζῃ

쌍수 ὑποβαρβαρίζητον

ὑποβαρβαρίζητον

복수 ὑποβαρβαρίζωμεν

ὑποβαρβαρίζητε

ὑποβαρβαρίζωσιν*

기원법단수 ὑποβαρβαρίζοιμι

ὑποβαρβαρίζοις

ὑποβαρβαρίζοι

쌍수 ὑποβαρβαρίζοιτον

ὑποβαρβαριζοίτην

복수 ὑποβαρβαρίζοιμεν

ὑποβαρβαρίζοιτε

ὑποβαρβαρίζοιεν

명령법단수 ὑποβαρβάριζε

ὑποβαρβαριζέτω

쌍수 ὑποβαρβαρίζετον

ὑποβαρβαριζέτων

복수 ὑποβαρβαρίζετε

ὑποβαρβαριζόντων, ὑποβαρβαριζέτωσαν

부정사 ὑποβαρβαρίζειν

분사 남성여성중성
ὑποβαρβαριζων

ὑποβαρβαριζοντος

ὑποβαρβαριζουσα

ὑποβαρβαριζουσης

ὑποβαρβαριζον

ὑποβαρβαριζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑποβαρβαρίζομαι

ὑποβαρβαρίζει, ὑποβαρβαρίζῃ

ὑποβαρβαρίζεται

쌍수 ὑποβαρβαρίζεσθον

ὑποβαρβαρίζεσθον

복수 ὑποβαρβαριζόμεθα

ὑποβαρβαρίζεσθε

ὑποβαρβαρίζονται

접속법단수 ὑποβαρβαρίζωμαι

ὑποβαρβαρίζῃ

ὑποβαρβαρίζηται

쌍수 ὑποβαρβαρίζησθον

ὑποβαρβαρίζησθον

복수 ὑποβαρβαριζώμεθα

ὑποβαρβαρίζησθε

ὑποβαρβαρίζωνται

기원법단수 ὑποβαρβαριζοίμην

ὑποβαρβαρίζοιο

ὑποβαρβαρίζοιτο

쌍수 ὑποβαρβαρίζοισθον

ὑποβαρβαριζοίσθην

복수 ὑποβαρβαριζοίμεθα

ὑποβαρβαρίζοισθε

ὑποβαρβαρίζοιντο

명령법단수 ὑποβαρβαρίζου

ὑποβαρβαριζέσθω

쌍수 ὑποβαρβαρίζεσθον

ὑποβαρβαριζέσθων

복수 ὑποβαρβαρίζεσθε

ὑποβαρβαριζέσθων, ὑποβαρβαριζέσθωσαν

부정사 ὑποβαρβαρίζεσθαι

분사 남성여성중성
ὑποβαρβαριζομενος

ὑποβαρβαριζομενου

ὑποβαρβαριζομενη

ὑποβαρβαριζομενης

ὑποβαρβαριζομενον

ὑποβαρβαριζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION