Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑπερικταίνομαι

Non-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: ὑπερικταίνομαι

Structure: ὑπερικταίν (Stem) + ομαι (Ending)

Etym.: (어원이 불명확함.)

Sense

  1. went exceeding swiftly

Conjugation

Present tense

Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑπερικταίνομαι ὑπερικταίνει, ὑπερικταίνῃ ὑπερικταίνεται
Dual ὑπερικταίνεσθον ὑπερικταίνεσθον
Plural ὑπερικταινόμεθα ὑπερικταίνεσθε ὑπερικταίνονται
SubjunctiveSingular ὑπερικταίνωμαι ὑπερικταίνῃ ὑπερικταίνηται
Dual ὑπερικταίνησθον ὑπερικταίνησθον
Plural ὑπερικταινώμεθα ὑπερικταίνησθε ὑπερικταίνωνται
OptativeSingular ὑπερικταινοίμην ὑπερικταίνοιο ὑπερικταίνοιτο
Dual ὑπερικταίνοισθον ὑπερικταινοίσθην
Plural ὑπερικταινοίμεθα ὑπερικταίνοισθε ὑπερικταίνοιντο
ImperativeSingular ὑπερικταίνου ὑπερικταινέσθω
Dual ὑπερικταίνεσθον ὑπερικταινέσθων
Plural ὑπερικταίνεσθε ὑπερικταινέσθων, ὑπερικταινέσθωσαν
Infinitive ὑπερικταίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑπερικταινομενος ὑπερικταινομενου ὑπερικταινομενη ὑπερικταινομενης ὑπερικταινομενον ὑπερικταινομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. went exceeding swiftly

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION