Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑπερήνωρ

Adjective; Transliteration:

Principal Part: ὑπερήνωρ

Etym.: a)nh/r

Sense

  1. overbearing, overweening

Examples

  • κούρην δ’ Αἰήταο διοτρεφέοσ βασιλῆοσ Αἰσονίδησ βουλῇσι θεῶν αἰειγενετάων ἦγε παρ’ Αἰήτεω, τελέσασ στονόεντασ ἀέθλουσ, τοὺσ πολλοὺσ ἐπέτελλε μέγασ βασιλεὺσ ὑπερήνωρ, ὑβριστὴσ Πελίησ καὶ ἀτάσθαλοσ, ὀβριμοεργόσ. (Hesiod, Theogony, Book Th. 108:1)
  • περιεσώθησαν δὲ πέντε, Ἐχίων Οὐδαῖοσ Χθονίοσ Ὑπερήνωρ Πέλωροσ. (Apollodorus, Library and Epitome, book 3, chapter 4 1:11)
  • Ἀγέλαοσ Πείσανδροσ Ἔλατοσ Κτήσιπποσ Ἱππόδοχοσ, Εὐρύστρατοσ Ἀρχέμολοσ Ἴθακοσ Πεισήνωρ Ὑπερήνωρ, Φεροίτησ Ἀντισθένησ Κέρβεροσ Περιμήδησ Κῦννοσ, Θρίασοσ Ἐτεωνεὺσ Κλυτίοσ Πρόθοοσ Λύκαιθοσ, Εὔμηλοσ Ἴτανοσ Λύαμμοσ. (Apollodorus, Library and Epitome, book E, chapter 7 28:2)
  • ἐπὶ μὲν δὴ Κάδμου μέγιστον μετά γε αὐτὸν Κάδμον ἠδύναντο οἱ Σπαρτοί, Χθόνιοσ καὶ Ὑπερήνωρ καὶ Πέλωροσ καὶ Οὐδαῖοσ· (Pausanias, Description of Greece, , chapter 5 5:1)

Synonyms

  1. overbearing

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION