Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑάλινος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ὑάλινος ὑάλινη ὑάλινον

Structure: ὑαλιν (Stem) + ος (Ending)

Etym.: u(/alos

Sense

  1. of crystal or glass

Examples

  • τυχεῖν μὲν γὰρ αὐτὸν ἔχοντα παμμεγέθη ἐκπώματα ὑάλινα τῆσ καλλίστησ ὑάλου· (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 25 1:1)
  • "καὶ χρυσωματοθήκη χρυσῆ διάλιθοσ πηχῶν δέκα ὕψοσ, ἔχουσα βασμοὺσ ἕξ, ἐν οἷσ καὶ ζῷα τετραπάλαιστα ἐπιμελῶσ πεποιημένα, πολλὰ τὸν ἀριθμὸν καὶ κυλικεῖα δύο καὶ ὑάλινα διάχρυσα δύο· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 19 3:141)
  • καὶ στρωμνὴν μὲν ἐκ τῶν ἀνθῶν ὑποβέβληνται, διακονοῦνται δὲ καὶ παραφέρουσιν ἕκαστα οἱ ἄνεμοι πλήν γε τοῦ οἰνοχοεῖν τούτου γὰρ οὐδὲν δέονται, ἀλλ’ ἔστι δένδρα περὶ τὸ συμπόσιον ὑάλινα μεγάλα τῆσ διαυγεστάτησ ὑάλου, καὶ καρπόσ ἐστι τῶν δένδρων τούτων ποτήρια παντοῖα καὶ τὰσ κατασκευὰσ καὶ τὰ μεγέθη. (Lucian, Verae Historiae, book 2 14:3)

Synonyms

  1. of crystal or glass

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION