헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τυντλάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τυντλάζω

형태분석: τυντλάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to work in the mud, to grub round the roots

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τυντλάζω

τυντλάζεις

τυντλάζει

쌍수 τυντλάζετον

τυντλάζετον

복수 τυντλάζομεν

τυντλάζετε

τυντλάζουσιν*

접속법단수 τυντλάζω

τυντλάζῃς

τυντλάζῃ

쌍수 τυντλάζητον

τυντλάζητον

복수 τυντλάζωμεν

τυντλάζητε

τυντλάζωσιν*

기원법단수 τυντλάζοιμι

τυντλάζοις

τυντλάζοι

쌍수 τυντλάζοιτον

τυντλαζοίτην

복수 τυντλάζοιμεν

τυντλάζοιτε

τυντλάζοιεν

명령법단수 τύντλαζε

τυντλαζέτω

쌍수 τυντλάζετον

τυντλαζέτων

복수 τυντλάζετε

τυντλαζόντων, τυντλαζέτωσαν

부정사 τυντλάζειν

분사 남성여성중성
τυντλαζων

τυντλαζοντος

τυντλαζουσα

τυντλαζουσης

τυντλαζον

τυντλαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τυντλάζομαι

τυντλάζει, τυντλάζῃ

τυντλάζεται

쌍수 τυντλάζεσθον

τυντλάζεσθον

복수 τυντλαζόμεθα

τυντλάζεσθε

τυντλάζονται

접속법단수 τυντλάζωμαι

τυντλάζῃ

τυντλάζηται

쌍수 τυντλάζησθον

τυντλάζησθον

복수 τυντλαζώμεθα

τυντλάζησθε

τυντλάζωνται

기원법단수 τυντλαζοίμην

τυντλάζοιο

τυντλάζοιτο

쌍수 τυντλάζοισθον

τυντλαζοίσθην

복수 τυντλαζοίμεθα

τυντλάζοισθε

τυντλάζοιντο

명령법단수 τυντλάζου

τυντλαζέσθω

쌍수 τυντλάζεσθον

τυντλαζέσθων

복수 τυντλάζεσθε

τυντλαζέσθων, τυντλαζέσθωσαν

부정사 τυντλάζεσθαι

분사 남성여성중성
τυντλαζομενος

τυντλαζομενου

τυντλαζομενη

τυντλαζομενης

τυντλαζομενον

τυντλαζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION