Ancient Greek-English Dictionary Language

τροφοφορέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: τροφοφορέω τροφοφορήσω

Structure: τροφοφορέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to bring, nourishment, maintain, sustain

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τροφοφόρω τροφοφόρεις τροφοφόρει
Dual τροφοφόρειτον τροφοφόρειτον
Plural τροφοφόρουμεν τροφοφόρειτε τροφοφόρουσιν*
SubjunctiveSingular τροφοφόρω τροφοφόρῃς τροφοφόρῃ
Dual τροφοφόρητον τροφοφόρητον
Plural τροφοφόρωμεν τροφοφόρητε τροφοφόρωσιν*
OptativeSingular τροφοφόροιμι τροφοφόροις τροφοφόροι
Dual τροφοφόροιτον τροφοφοροίτην
Plural τροφοφόροιμεν τροφοφόροιτε τροφοφόροιεν
ImperativeSingular τροφοφο͂ρει τροφοφορεῖτω
Dual τροφοφόρειτον τροφοφορεῖτων
Plural τροφοφόρειτε τροφοφοροῦντων, τροφοφορεῖτωσαν
Infinitive τροφοφόρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
τροφοφορων τροφοφορουντος τροφοφορουσα τροφοφορουσης τροφοφορουν τροφοφορουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τροφοφόρουμαι τροφοφόρει, τροφοφόρῃ τροφοφόρειται
Dual τροφοφόρεισθον τροφοφόρεισθον
Plural τροφοφοροῦμεθα τροφοφόρεισθε τροφοφόρουνται
SubjunctiveSingular τροφοφόρωμαι τροφοφόρῃ τροφοφόρηται
Dual τροφοφόρησθον τροφοφόρησθον
Plural τροφοφορώμεθα τροφοφόρησθε τροφοφόρωνται
OptativeSingular τροφοφοροίμην τροφοφόροιο τροφοφόροιτο
Dual τροφοφόροισθον τροφοφοροίσθην
Plural τροφοφοροίμεθα τροφοφόροισθε τροφοφόροιντο
ImperativeSingular τροφοφόρου τροφοφορεῖσθω
Dual τροφοφόρεισθον τροφοφορεῖσθων
Plural τροφοφόρεισθε τροφοφορεῖσθων, τροφοφορεῖσθωσαν
Infinitive τροφοφόρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
τροφοφορουμενος τροφοφορουμενου τροφοφορουμενη τροφοφορουμενης τροφοφορουμενον τροφοφορουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τροφοφορήσω τροφοφορήσεις τροφοφορήσει
Dual τροφοφορήσετον τροφοφορήσετον
Plural τροφοφορήσομεν τροφοφορήσετε τροφοφορήσουσιν*
OptativeSingular τροφοφορήσοιμι τροφοφορήσοις τροφοφορήσοι
Dual τροφοφορήσοιτον τροφοφορησοίτην
Plural τροφοφορήσοιμεν τροφοφορήσοιτε τροφοφορήσοιεν
Infinitive τροφοφορήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
τροφοφορησων τροφοφορησοντος τροφοφορησουσα τροφοφορησουσης τροφοφορησον τροφοφορησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τροφοφορήσομαι τροφοφορήσει, τροφοφορήσῃ τροφοφορήσεται
Dual τροφοφορήσεσθον τροφοφορήσεσθον
Plural τροφοφορησόμεθα τροφοφορήσεσθε τροφοφορήσονται
OptativeSingular τροφοφορησοίμην τροφοφορήσοιο τροφοφορήσοιτο
Dual τροφοφορήσοισθον τροφοφορησοίσθην
Plural τροφοφορησοίμεθα τροφοφορήσοισθε τροφοφορήσοιντο
Infinitive τροφοφορήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
τροφοφορησομενος τροφοφορησομενου τροφοφορησομενη τροφοφορησομενης τροφοφορησομενον τροφοφορησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to bring

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION