Ancient Greek-English Dictionary Language

τριψημερέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: τριψημερέω

Structure: τριψημερέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: tri=yai, h(me/ra

Sense

  1. to waste the day

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τριψημέρω τριψημέρεις τριψημέρει
Dual τριψημέρειτον τριψημέρειτον
Plural τριψημέρουμεν τριψημέρειτε τριψημέρουσιν*
SubjunctiveSingular τριψημέρω τριψημέρῃς τριψημέρῃ
Dual τριψημέρητον τριψημέρητον
Plural τριψημέρωμεν τριψημέρητε τριψημέρωσιν*
OptativeSingular τριψημέροιμι τριψημέροις τριψημέροι
Dual τριψημέροιτον τριψημεροίτην
Plural τριψημέροιμεν τριψημέροιτε τριψημέροιεν
ImperativeSingular τριψημε͂ρει τριψημερεῖτω
Dual τριψημέρειτον τριψημερεῖτων
Plural τριψημέρειτε τριψημεροῦντων, τριψημερεῖτωσαν
Infinitive τριψημέρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
τριψημερων τριψημερουντος τριψημερουσα τριψημερουσης τριψημερουν τριψημερουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τριψημέρουμαι τριψημέρει, τριψημέρῃ τριψημέρειται
Dual τριψημέρεισθον τριψημέρεισθον
Plural τριψημεροῦμεθα τριψημέρεισθε τριψημέρουνται
SubjunctiveSingular τριψημέρωμαι τριψημέρῃ τριψημέρηται
Dual τριψημέρησθον τριψημέρησθον
Plural τριψημερώμεθα τριψημέρησθε τριψημέρωνται
OptativeSingular τριψημεροίμην τριψημέροιο τριψημέροιτο
Dual τριψημέροισθον τριψημεροίσθην
Plural τριψημεροίμεθα τριψημέροισθε τριψημέροιντο
ImperativeSingular τριψημέρου τριψημερεῖσθω
Dual τριψημέρεισθον τριψημερεῖσθων
Plural τριψημέρεισθε τριψημερεῖσθων, τριψημερεῖσθωσαν
Infinitive τριψημέρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
τριψημερουμενος τριψημερουμενου τριψημερουμενη τριψημερουμενης τριψημερουμενον τριψημερουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION