Ancient Greek-English Dictionary Language

τριπλόος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: τριπλόος τριπλόη τριπλόον

Structure: τριπλο (Stem) + ος (Ending)

Etym.: trei=s

Sense

  1. triple, threefold, compounded of three

Examples

  • τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλοσ φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ, καλλίνικοσ ὁ τριπλόοσ κεχλαδώσ, ἄρκεσε Κρόνιον παρ’ ὄχθον ἁγεμονεῦσαι κωμάζοντι φίλοισ Ἐφαρμόστῳ σὺν ἑταίροισ· (Pindar, Odes, olympian odes, olympian 9 1:1)
  • τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλοσ φωνᾶεν Ὀλυμπία καλλίνικοσ ὁ τριπλόοσ κεχλαδὼσ ἄρκεσε Κρόνιον παρ’ ὄχθον ἁγεμονεῦσαι κωμάζοντι φίλοισ Ἐφαρ‐ μόστῳ σὺν ἑταίροισ· (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , 677)
  • ‐‐γ́ τὸ δὲ τριπλόοσ ὅτι τρὶσ ἐπεκελάδουν τὸ καλλίνικε. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , 691)

Synonyms

  1. triple

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION