Ancient Greek-English Dictionary Language

τοπομαχέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: τοπομαχέω τοπομαχήσω

Structure: τοπομαχέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: ma/xomai

Sense

  1. to wage war by holding strong positions

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τοπομάχω τοπομάχεις τοπομάχει
Dual τοπομάχειτον τοπομάχειτον
Plural τοπομάχουμεν τοπομάχειτε τοπομάχουσιν*
SubjunctiveSingular τοπομάχω τοπομάχῃς τοπομάχῃ
Dual τοπομάχητον τοπομάχητον
Plural τοπομάχωμεν τοπομάχητε τοπομάχωσιν*
OptativeSingular τοπομάχοιμι τοπομάχοις τοπομάχοι
Dual τοπομάχοιτον τοπομαχοίτην
Plural τοπομάχοιμεν τοπομάχοιτε τοπομάχοιεν
ImperativeSingular τοπομᾶχει τοπομαχεῖτω
Dual τοπομάχειτον τοπομαχεῖτων
Plural τοπομάχειτε τοπομαχοῦντων, τοπομαχεῖτωσαν
Infinitive τοπομάχειν
Participle MasculineFeminineNeuter
τοπομαχων τοπομαχουντος τοπομαχουσα τοπομαχουσης τοπομαχουν τοπομαχουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τοπομάχουμαι τοπομάχει, τοπομάχῃ τοπομάχειται
Dual τοπομάχεισθον τοπομάχεισθον
Plural τοπομαχοῦμεθα τοπομάχεισθε τοπομάχουνται
SubjunctiveSingular τοπομάχωμαι τοπομάχῃ τοπομάχηται
Dual τοπομάχησθον τοπομάχησθον
Plural τοπομαχώμεθα τοπομάχησθε τοπομάχωνται
OptativeSingular τοπομαχοίμην τοπομάχοιο τοπομάχοιτο
Dual τοπομάχοισθον τοπομαχοίσθην
Plural τοπομαχοίμεθα τοπομάχοισθε τοπομάχοιντο
ImperativeSingular τοπομάχου τοπομαχεῖσθω
Dual τοπομάχεισθον τοπομαχεῖσθων
Plural τοπομάχεισθε τοπομαχεῖσθων, τοπομαχεῖσθωσαν
Infinitive τοπομάχεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
τοπομαχουμενος τοπομαχουμενου τοπομαχουμενη τοπομαχουμενης τοπομαχουμενον τοπομαχουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τοπομαχήσω τοπομαχήσεις τοπομαχήσει
Dual τοπομαχήσετον τοπομαχήσετον
Plural τοπομαχήσομεν τοπομαχήσετε τοπομαχήσουσιν*
OptativeSingular τοπομαχήσοιμι τοπομαχήσοις τοπομαχήσοι
Dual τοπομαχήσοιτον τοπομαχησοίτην
Plural τοπομαχήσοιμεν τοπομαχήσοιτε τοπομαχήσοιεν
Infinitive τοπομαχήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
τοπομαχησων τοπομαχησοντος τοπομαχησουσα τοπομαχησουσης τοπομαχησον τοπομαχησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular τοπομαχήσομαι τοπομαχήσει, τοπομαχήσῃ τοπομαχήσεται
Dual τοπομαχήσεσθον τοπομαχήσεσθον
Plural τοπομαχησόμεθα τοπομαχήσεσθε τοπομαχήσονται
OptativeSingular τοπομαχησοίμην τοπομαχήσοιο τοπομαχήσοιτο
Dual τοπομαχήσοισθον τοπομαχησοίσθην
Plural τοπομαχησοίμεθα τοπομαχήσοισθε τοπομαχήσοιντο
Infinitive τοπομαχήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
τοπομαχησομενος τοπομαχησομενου τοπομαχησομενη τοπομαχησομενης τοπομαχησομενον τοπομαχησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION