Ancient Greek-English Dictionary Language

ταξιαρχέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ταξιαρχέω ταξιαρχήσω

Structure: ταξιαρχέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from tacia/rxhs

Sense

  1. to be a taxiarch

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ταξιάρχω ταξιάρχεις ταξιάρχει
Dual ταξιάρχειτον ταξιάρχειτον
Plural ταξιάρχουμεν ταξιάρχειτε ταξιάρχουσιν*
SubjunctiveSingular ταξιάρχω ταξιάρχῃς ταξιάρχῃ
Dual ταξιάρχητον ταξιάρχητον
Plural ταξιάρχωμεν ταξιάρχητε ταξιάρχωσιν*
OptativeSingular ταξιάρχοιμι ταξιάρχοις ταξιάρχοι
Dual ταξιάρχοιτον ταξιαρχοίτην
Plural ταξιάρχοιμεν ταξιάρχοιτε ταξιάρχοιεν
ImperativeSingular ταξιᾶρχει ταξιαρχεῖτω
Dual ταξιάρχειτον ταξιαρχεῖτων
Plural ταξιάρχειτε ταξιαρχοῦντων, ταξιαρχεῖτωσαν
Infinitive ταξιάρχειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ταξιαρχων ταξιαρχουντος ταξιαρχουσα ταξιαρχουσης ταξιαρχουν ταξιαρχουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ταξιάρχουμαι ταξιάρχει, ταξιάρχῃ ταξιάρχειται
Dual ταξιάρχεισθον ταξιάρχεισθον
Plural ταξιαρχοῦμεθα ταξιάρχεισθε ταξιάρχουνται
SubjunctiveSingular ταξιάρχωμαι ταξιάρχῃ ταξιάρχηται
Dual ταξιάρχησθον ταξιάρχησθον
Plural ταξιαρχώμεθα ταξιάρχησθε ταξιάρχωνται
OptativeSingular ταξιαρχοίμην ταξιάρχοιο ταξιάρχοιτο
Dual ταξιάρχοισθον ταξιαρχοίσθην
Plural ταξιαρχοίμεθα ταξιάρχοισθε ταξιάρχοιντο
ImperativeSingular ταξιάρχου ταξιαρχεῖσθω
Dual ταξιάρχεισθον ταξιαρχεῖσθων
Plural ταξιάρχεισθε ταξιαρχεῖσθων, ταξιαρχεῖσθωσαν
Infinitive ταξιάρχεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ταξιαρχουμενος ταξιαρχουμενου ταξιαρχουμενη ταξιαρχουμενης ταξιαρχουμενον ταξιαρχουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ταξιαρχήσω ταξιαρχήσεις ταξιαρχήσει
Dual ταξιαρχήσετον ταξιαρχήσετον
Plural ταξιαρχήσομεν ταξιαρχήσετε ταξιαρχήσουσιν*
OptativeSingular ταξιαρχήσοιμι ταξιαρχήσοις ταξιαρχήσοι
Dual ταξιαρχήσοιτον ταξιαρχησοίτην
Plural ταξιαρχήσοιμεν ταξιαρχήσοιτε ταξιαρχήσοιεν
Infinitive ταξιαρχήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ταξιαρχησων ταξιαρχησοντος ταξιαρχησουσα ταξιαρχησουσης ταξιαρχησον ταξιαρχησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ταξιαρχήσομαι ταξιαρχήσει, ταξιαρχήσῃ ταξιαρχήσεται
Dual ταξιαρχήσεσθον ταξιαρχήσεσθον
Plural ταξιαρχησόμεθα ταξιαρχήσεσθε ταξιαρχήσονται
OptativeSingular ταξιαρχησοίμην ταξιαρχήσοιο ταξιαρχήσοιτο
Dual ταξιαρχήσοισθον ταξιαρχησοίσθην
Plural ταξιαρχησοίμεθα ταξιαρχήσοισθε ταξιαρχήσοιντο
Infinitive ταξιαρχήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ταξιαρχησομενος ταξιαρχησομενου ταξιαρχησομενη ταξιαρχησομενης ταξιαρχησομενον ταξιαρχησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION