헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σωλήν

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σωλήν σωλῆνος

형태분석: σωλην (어간)

  1. 관, 해협, 파이프, 도랑
  2. 주사기
  1. channel, gutter, pipe
  2. syringe, squirt

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σωλήν

관이

σωλῆνε

관들이

σωλῆνες

관들이

속격 σωλῆνος

관의

σωλήνοιν

관들의

σωλήνων

관들의

여격 σωλῆνι

관에게

σωλήνοιν

관들에게

σωλῆσιν*

관들에게

대격 σωλῆνα

관을

σωλῆνε

관들을

σωλῆνας

관들을

호격 σωλήν

관아

σωλῆνε

관들아

σωλῆνες

관들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • διὲξ σωλῆνοσ ἐσ ἄγγοσ Ἀρχίλοχον τὸν ποιητὴν ἐν Λακεδαίμονι γενόμενον αὐτῦσ ὡρ́ασ ἐδίωξαν, διότι ἐπέγνωσαν αὐτὸν πεποιηκότα ὡσ κρεῖττόν ἐστιν ἀποβαλεῖν τὰ ὅπλα ἢ ἀποθανεῖν· (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , 20)

    (작자 미상, 비가, , 20)

  • Ἔστιν οὖν σὺν σωλῆνι καὶ ἄνευ σωλῆνοσ καὶ καλῶσ καὶ αἰσχρῶσ κατασκευάσασθαι‧ πιθανώτερον δὲ τοῖσι δημότῃσίν ἐστι, καὶ τὸν ἰητρὸν ἀναμαρτητότερον εἶναι, ἢν σωλὴν ὑποκέηται‧ καίτοι ἀτεχνέστερόν γέ ἐστιν. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 16.10)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 16.10)

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION