헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συζωοποιέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συζωοποιέω

형태분석: συζωοποιέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to quicken together with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συζωοποίω

συζωοποίεις

συζωοποίει

쌍수 συζωοποίειτον

συζωοποίειτον

복수 συζωοποίουμεν

συζωοποίειτε

συζωοποίουσιν*

접속법단수 συζωοποίω

συζωοποίῃς

συζωοποίῃ

쌍수 συζωοποίητον

συζωοποίητον

복수 συζωοποίωμεν

συζωοποίητε

συζωοποίωσιν*

기원법단수 συζωοποίοιμι

συζωοποίοις

συζωοποίοι

쌍수 συζωοποίοιτον

συζωοποιοίτην

복수 συζωοποίοιμεν

συζωοποίοιτε

συζωοποίοιεν

명령법단수 συζωοποῖει

συζωοποιεῖτω

쌍수 συζωοποίειτον

συζωοποιεῖτων

복수 συζωοποίειτε

συζωοποιοῦντων, συζωοποιεῖτωσαν

부정사 συζωοποίειν

분사 남성여성중성
συζωοποιων

συζωοποιουντος

συζωοποιουσα

συζωοποιουσης

συζωοποιουν

συζωοποιουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συζωοποίουμαι

συζωοποίει, συζωοποίῃ

συζωοποίειται

쌍수 συζωοποίεισθον

συζωοποίεισθον

복수 συζωοποιοῦμεθα

συζωοποίεισθε

συζωοποίουνται

접속법단수 συζωοποίωμαι

συζωοποίῃ

συζωοποίηται

쌍수 συζωοποίησθον

συζωοποίησθον

복수 συζωοποιώμεθα

συζωοποίησθε

συζωοποίωνται

기원법단수 συζωοποιοίμην

συζωοποίοιο

συζωοποίοιτο

쌍수 συζωοποίοισθον

συζωοποιοίσθην

복수 συζωοποιοίμεθα

συζωοποίοισθε

συζωοποίοιντο

명령법단수 συζωοποίου

συζωοποιεῖσθω

쌍수 συζωοποίεισθον

συζωοποιεῖσθων

복수 συζωοποίεισθε

συζωοποιεῖσθων, συζωοποιεῖσθωσαν

부정사 συζωοποίεισθαι

분사 남성여성중성
συζωοποιουμενος

συζωοποιουμενου

συζωοποιουμενη

συζωοποιουμενης

συζωοποιουμενον

συζωοποιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to quicken together with

    • ὀξύνω (가속하다, 활기를 띄게 하다, 생명을 주다)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION