헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συσχηματίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συσχηματίζω

형태분석: συ (접두사) + σχηματίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 있다, 돌보다, 함께하다, 있으시다, 쳐다보다
  1. to conform, to, to form oneself after, to be conformed

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συσχηματίζω

(나는) 있는다

συσχηματίζεις

(너는) 있는다

συσχηματίζει

(그는) 있는다

쌍수 συσχηματίζετον

(너희 둘은) 있는다

συσχηματίζετον

(그 둘은) 있는다

복수 συσχηματίζομεν

(우리는) 있는다

συσχηματίζετε

(너희는) 있는다

συσχηματίζουσιν*

(그들은) 있는다

접속법단수 συσχηματίζω

(나는) 있자

συσχηματίζῃς

(너는) 있자

συσχηματίζῃ

(그는) 있자

쌍수 συσχηματίζητον

(너희 둘은) 있자

συσχηματίζητον

(그 둘은) 있자

복수 συσχηματίζωμεν

(우리는) 있자

συσχηματίζητε

(너희는) 있자

συσχηματίζωσιν*

(그들은) 있자

기원법단수 συσχηματίζοιμι

(나는) 있기를 (바라다)

συσχηματίζοις

(너는) 있기를 (바라다)

συσχηματίζοι

(그는) 있기를 (바라다)

쌍수 συσχηματίζοιτον

(너희 둘은) 있기를 (바라다)

συσχηματιζοίτην

(그 둘은) 있기를 (바라다)

복수 συσχηματίζοιμεν

(우리는) 있기를 (바라다)

συσχηματίζοιτε

(너희는) 있기를 (바라다)

συσχηματίζοιεν

(그들은) 있기를 (바라다)

명령법단수 συσχημάτιζε

(너는) 있어라

συσχηματιζέτω

(그는) 있어라

쌍수 συσχηματίζετον

(너희 둘은) 있어라

συσχηματιζέτων

(그 둘은) 있어라

복수 συσχηματίζετε

(너희는) 있어라

συσχηματιζόντων, συσχηματιζέτωσαν

(그들은) 있어라

부정사 συσχηματίζειν

있는 것

분사 남성여성중성
συσχηματιζων

συσχηματιζοντος

συσχηματιζουσα

συσχηματιζουσης

συσχηματιζον

συσχηματιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συσχηματίζομαι

συσχηματίζει, συσχηματίζῃ

συσχηματίζεται

쌍수 συσχηματίζεσθον

συσχηματίζεσθον

복수 συσχηματιζόμεθα

συσχηματίζεσθε

συσχηματίζονται

접속법단수 συσχηματίζωμαι

συσχηματίζῃ

συσχηματίζηται

쌍수 συσχηματίζησθον

συσχηματίζησθον

복수 συσχηματιζώμεθα

συσχηματίζησθε

συσχηματίζωνται

기원법단수 συσχηματιζοίμην

συσχηματίζοιο

συσχηματίζοιτο

쌍수 συσχηματίζοισθον

συσχηματιζοίσθην

복수 συσχηματιζοίμεθα

συσχηματίζοισθε

συσχηματίζοιντο

명령법단수 συσχηματίζου

συσχηματιζέσθω

쌍수 συσχηματίζεσθον

συσχηματιζέσθων

복수 συσχηματίζεσθε

συσχηματιζέσθων, συσχηματιζέσθωσαν

부정사 συσχηματίζεσθαι

분사 남성여성중성
συσχηματιζομενος

συσχηματιζομενου

συσχηματιζομενη

συσχηματιζομενης

συσχηματιζομενον

συσχηματιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεσχημάτιζον

(나는) 있고 있었다

συνεσχημάτιζες

(너는) 있고 있었다

συνεσχημάτιζεν*

(그는) 있고 있었다

쌍수 συνεσχηματίζετον

(너희 둘은) 있고 있었다

συνεσχηματιζέτην

(그 둘은) 있고 있었다

복수 συνεσχηματίζομεν

(우리는) 있고 있었다

συνεσχηματίζετε

(너희는) 있고 있었다

συνεσχημάτιζον

(그들은) 있고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεσχηματιζόμην

συνεσχηματίζου

συνεσχηματίζετο

쌍수 συνεσχηματίζεσθον

συνεσχηματιζέσθην

복수 συνεσχηματιζόμεθα

συνεσχηματίζεσθε

συνεσχηματίζοντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • βίον ζῶν αἱρετόν, ἀλλ’ ἑτέρῳ καὶ πρὸσ ἕτερον πλάττων καὶ προσαρμόττων ἑαυτόν, οὐχ ἁπλοῦσ οὐδ’ εἷσ ἀλλὰ παντοδαπόσ ἐστι καὶ ποικίλοσ, εἰσ ἄλλον ἐξ ἄλλου τόπον ὥσπερ τὸ μετερώμενον ὕδωρ περιρρέων ἀεὶ καὶ συσχηματιζόμενοσ τοῖσ ὑποδεχομένοισ. (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 7 2:1)

    (플루타르코스, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 7 2:1)

유의어

  1. 있다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION