헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συστολή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συστολή

형태분석: συστολ (어간) + η (어미)

어원: suste/llw

  1. 제약, 썸, 축약, 압축
  1. a drawing together, contraction, limitation

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 συστολή

제약이

συστολᾱ́

제약들이

συστολαί

제약들이

속격 συστολῆς

제약의

συστολαῖν

제약들의

συστολῶν

제약들의

여격 συστολῇ

제약에게

συστολαῖν

제약들에게

συστολαῖς

제약들에게

대격 συστολήν

제약을

συστολᾱ́

제약들을

συστολᾱ́ς

제약들을

호격 συστολή

제약아

συστολᾱ́

제약들아

συστολαί

제약들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἄλλαι δ’ ἄνωθεν ἐν ἄκρῳ τοῦ περιέχοντοσ ὀφθῆναί τε φαιδραὶ καὶ πρὸσ ἀλλήλασ ὑπ’ εὐμενείασ θαμὰ πελάζουσαι τὰσ δὲ θορυβώδεισ ἐκείνασ ἐκτρεπόμεναι, διεσήμαινον ὡσ ἐοίκε συστολῇ μὲν εἰσ ἑαυτὰσ τὸ δυσχεραῖνον, ἐκπετάσει δὲ καὶ διαχύσει τὸ χαῖρον καὶ προσιέμενον. (Plutarch, De sera numinis vindicta, section 22 18:1)

    (플루타르코스, De sera numinis vindicta, section 22 18:1)

  • ὥστε καὶ τὸν Πτολεμαῖον αὐτὸν καὶ τοὺσ περὶ τὴν αὐλὴν εὐδοκῆσαι τῇ πρότερον αὐτοῦ συστολῇ καὶ τῷ μηδὲν προί̈εσθαι. (Polybius, Histories, book 27, ii. res aegypti 4:1)

    (폴리비오스, Histories, book 27, ii. res aegypti 4:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION