Ancient Greek-English Dictionary Language

συνωρίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συνωρίζω συνωρίσω

Structure: συνωρίζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from sunwri/s

Sense

  1. to yoke together, join, with mine

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνωρίζω συνωρίζεις συνωρίζει
Dual συνωρίζετον συνωρίζετον
Plural συνωρίζομεν συνωρίζετε συνωρίζουσιν*
SubjunctiveSingular συνωρίζω συνωρίζῃς συνωρίζῃ
Dual συνωρίζητον συνωρίζητον
Plural συνωρίζωμεν συνωρίζητε συνωρίζωσιν*
OptativeSingular συνωρίζοιμι συνωρίζοις συνωρίζοι
Dual συνωρίζοιτον συνωριζοίτην
Plural συνωρίζοιμεν συνωρίζοιτε συνωρίζοιεν
ImperativeSingular συνώριζε συνωριζέτω
Dual συνωρίζετον συνωριζέτων
Plural συνωρίζετε συνωριζόντων, συνωριζέτωσαν
Infinitive συνωρίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνωριζων συνωριζοντος συνωριζουσα συνωριζουσης συνωριζον συνωριζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνωρίζομαι συνωρίζει, συνωρίζῃ συνωρίζεται
Dual συνωρίζεσθον συνωρίζεσθον
Plural συνωριζόμεθα συνωρίζεσθε συνωρίζονται
SubjunctiveSingular συνωρίζωμαι συνωρίζῃ συνωρίζηται
Dual συνωρίζησθον συνωρίζησθον
Plural συνωριζώμεθα συνωρίζησθε συνωρίζωνται
OptativeSingular συνωριζοίμην συνωρίζοιο συνωρίζοιτο
Dual συνωρίζοισθον συνωριζοίσθην
Plural συνωριζοίμεθα συνωρίζοισθε συνωρίζοιντο
ImperativeSingular συνωρίζου συνωριζέσθω
Dual συνωρίζεσθον συνωριζέσθων
Plural συνωρίζεσθε συνωριζέσθων, συνωριζέσθωσαν
Infinitive συνωρίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνωριζομενος συνωριζομενου συνωριζομενη συνωριζομενης συνωριζομενον συνωριζομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • κισσοῦ δ’ ἄλλοτε κλῶν’ εὐρυρρίζου καπέτοισιν, πολλάκι δὲ στέφοσ αὐτὸ κορυμβηλοῖο φυτεύσαισ Θρασκίω ἢ ἀργωπὸν ἠὲ κλαδέεσσι πλανήτην βλαστοδρεπῆ δὲ χυτοῖο καεὶσ μίαν ὄρσεο κόρσην, σπεῖραν ὑπὸ σπυρίδεσσι νεοπλέκτοιοι καθάπτων, ὄφρα δύο κροκόωντεσ ἐπιζυγέοντε κορύμβοι μέσφα συνωρίζωσιν ὑπερφιάλοιο μετώπου, χλωροῖσ ἀμφοτέρωθεν ἐπηρεφέεσ πετάλοισιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 31 2:1)

Synonyms

  1. to yoke together

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION